Τι σημαίνει το paint στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης paint στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του paint στο Αγγλικά.

Η λέξη paint στο Αγγλικά σημαίνει βάφω, ζωγραφίζω, μπογιά, ζωγραφίζω, βάφω, βάφω, βάφω, περιγράφω, ακρυλικό χρώμα, χέρι, στρώμα χρώματος, βάφω με χρώματα καμουφλάζ, υδρόχρωμα, βαφή προσώπου, μπογιά, ζωγραφίζω με τα χέρια, γυαλιστερή μπογιά, μακιγιάζ, γυαλιστερός, χρώμα με κόμμι/λατέξ, χρώμα με βάση το μόλυβδο, χρώμα με μόλυβδο, πέρασμα, ελαιόχρωμα, λαδομπογιά, λαδομπογιά, ζωγραφίζω μια εικόνα, ζωγραφίζω μία εικόνα, βούρτσα βαψίματος, δοχείο χρώματος, δοχείο μπογιάς, κύλινδρος βαφής, ξύστρα χρώματος, ξεφαντώνω, γλεντάω, γλεντοκοπάω, διαλυτικό χρώματος, μπογιά ζωγραφικής, σπρέι βαφής, βάφω με σπρέι, βάφω με αερογράφο, πολεμική βαφή, πολεμική βαφή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης paint

βάφω

transitive verb (cover with paint)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He painted the wall.
Έβαψε τον τοίχο.

ζωγραφίζω

transitive verb (create or draw with paint)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She painted a picture, using oil paint.
Ζωγράφισε έναν πίνακα με λαδομπογιά.

μπογιά

noun (coloured coating)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We need to buy some tins of blue paint.
Πρέπει να αγοράσουμε μερικά δοχεία μπογιά.

ζωγραφίζω

intransitive verb (make a painting)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She loves to paint.

βάφω

intransitive verb (colour [sth] with paint)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Working on the house, he painted all day long.

βάφω

transitive verb (colour with paint)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He painted the room blue.

βάφω

transitive verb (nails: apply varnish to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She spends hours painting her nails.

περιγράφω

transitive verb (figurative (describe with words)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The book painted the picture of the ideal family.

ακρυλικό χρώμα

noun (synthetic art medium)

χέρι, στρώμα χρώματος

noun (layer of paint)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That door needs another coat of paint.

βάφω με χρώματα καμουφλάζ

transitive verb (warship: paint with camouflage) (στο πολεμικό ναυτικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The British and Americans dazzled their warships to confuse the enemy.

υδρόχρωμα

noun (emulsion paint)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The painters applied white emulsion to the walls of the living room.

βαφή προσώπου

noun (paints for decorating face)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπογιά

noun (paint children apply with fingers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The child smeared the blobs of brightly colored finger paint all over the paper.

ζωγραφίζω με τα χέρια

intransitive verb (use fingers to apply paint)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When he finger paints, he uses his fingers, the side of his hand, and even his forearm.

γυαλιστερή μπογιά

noun (paint: shiny)

μακιγιάζ

noun (stage make-up) (θεατρικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

γυαλιστερός

noun (shiny paint)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'd like high gloss paint for the window trim in my living room.

χρώμα με κόμμι/λατέξ

noun (paint containing a rubber binder)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The flat roof was leaking so we gave it a coat of latex paint.

χρώμα με βάση το μόλυβδο, χρώμα με μόλυβδο

noun (wet pigment containing lead)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Old houses often have dangerous lead-based paint on the walls.

πέρασμα

noun (figurative, informal (light coat of paint)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This door could do with a fresh lick of paint.
Αυτή η πόρτα χρειάζεται ένα φρέσκο πέρασμα μπογιάς.

ελαιόχρωμα

noun (uncountable (painting medium)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I sometimes paint in watercolor, but I prefer oil.

λαδομπογιά

plural noun (often plural (painting medium)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The artist was known mostly for painting in oils.
Ο καλλιτέχνης ήταν γνωστός κυρίως για τη ζωγραφική του με λαδομπογιές.

λαδομπογιά

noun (often plural (for art)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many artists prefer to use oil paint, while others prefer watercolors or acrylics.
Πολλοί ζωγράφοι προτιμούν τη χρήση λαδομπογιάς ενώ άλλοι προτιμούν τη νερομπογιά ή τις ακρυλικές μπογιές.

ζωγραφίζω μια εικόνα

verbal expression (create an image in paint)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζωγραφίζω μία εικόνα

verbal expression (figurative (describe or depict [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No more job means no more paycheck, which means we cannot go to Hawaii this spring. Do I need to paint a picture for you?

βούρτσα βαψίματος

noun (tool for applying pigment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm not into painting much but I do have a good collection of paint brushes.

δοχείο χρώματος, δοχείο μπογιάς

noun (tin container holding paint)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κύλινδρος βαφής

noun (tool for rolling paint onto walls)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A paint roller is useful for painting large areas. I am using a paint roller to paint the wall of my bedroom.

ξύστρα χρώματος

noun (tool for scratching off paint)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεφαντώνω, γλεντάω, γλεντοκοπάω

verbal expression (figurative (celebrate, party) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
To celebrate their win, the whole football team went out to paint the town red.
Για να γιορτάσουν τη νίκη τους, ολόκληρη η ποδοσφαιρική ομάδα βγήκε να ξεφαντώσει.

διαλυτικό χρώματος

noun (solvent for diluting paint)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The painter told me he needed more paint thinners as he used the whole bottle cleaning his brushes.

μπογιά ζωγραφικής

noun (brightly colored paint)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σπρέι βαφής

noun (paint in aerosol form)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βάφω με σπρέι, βάφω με αερογράφο

transitive verb (paint using an aerosol)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She spray-painted her car but it looks very blotchy.

πολεμική βαφή

noun (warriors' face paint)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Apache warrior was wearing war paint and an elaborate headdress.

πολεμική βαφή

noun (informal, figurative, humorous (make-up) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Susan put on her full war paint for the grand ball.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του paint στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του paint

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.