Τι σημαίνει το parallel στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης parallel στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του parallel στο Αγγλικά.

Η λέξη parallel στο Αγγλικά σημαίνει παράλληλος, παράλληλα, παράλληλος, ταυτόχρονος, παράλληλος, παραλληλισμός, παράλληλος, παράλληλος, ακολουθώ, είμαι παράλληλος με κτ, είμαι παρόμοιος με κτ, συμβαδίζω με κτ, παρομοιάζω,συγκρίνω, παράλληλα,ταυτόχρονα, μη παράλληλος, παράλληλοι ζυγοί, παράλληλη γραμμή, ταυτόχρονη δραστηριότητα, παρκάρω παράλληλα, παράλληλο παρκάρισμα, παράλληλη δομή, παράλληλο σύμπαν, ανώτερα, απαράμιλλα, ανώτερος, απαράμιλλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης parallel

παράλληλος

adjective (line, road: side by side)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This road is parallel to the motorway. There are two parallel rows of chairs in the room.
Αυτός ο δρόμος είναι παράλληλος στον αυτοκινητόδρομο. Υπάρχουν δυο παράλληλες σειρές καρέκλες στο δωμάτιο.

παράλληλα

(alongside) (σε κάτι, με κάτι)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The street runs parallel to the railroad track.
Ο δρόμος προχωράει παράλληλα με τις ράγες του σιδηροδρόμου.

παράλληλος, ταυτόχρονος

adjective (concurrent, at same time)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παράλληλος

adjective (corresponding, similar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Twins separated at birth often turn out to lead parallel lives.
Δίδυμα που χωρίστηκαν στη γέννα συχνά καταλήγουν να έχουν παράλληλες ζωές.

παραλληλισμός

noun (similar story, situation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There are certain parallels between Mark's life and mine.
Υπάρχουν συγκεκριμένες ομοιότητες ανάμεσα στη ζωή του Μάικ και τη δική μου.

παράλληλος

adjective (computing: done at the same time)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This program can run faster because of parallel processing.

παράλληλος

noun (latitude line)

London is on the fifty-first parallel north.

ακολουθώ

transitive verb (line, road: run alongside)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This street parallels the railroad track.

είμαι παράλληλος με κτ, είμαι παρόμοιος με κτ

transitive verb (story, situation: be similar to)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Many of Mark's experiences parallel my own.

συμβαδίζω με κτ

transitive verb (match, equal) (μεταφορικά)

The rate of inflation is paralleling the price of oil.

παρομοιάζω,συγκρίνω

verbal expression (identify as being similar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We can draw a parallel between restrictions on law making powers of the earliest British Parliaments, and that of the modern European Parliament.

παράλληλα,ταυτόχρονα

adverb (at the same time, simultaneously)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The practical course and the theory course will run in parallel this term.

μη παράλληλος

adjective (not parallel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παράλληλοι ζυγοί

plural noun (bars used for gymnastics)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Roy had really strong arms, and all the girls liked to watch him work out on the parallel bars.

παράλληλη γραμμή

noun (line next to another at a constant distance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When you draw two parallel lines, one never crosses the other.

ταυτόχρονη δραστηριότητα

noun ([sth] taking place simultaneously)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παρκάρω παράλληλα

intransitive verb (park along curb in line with other vehicles)

παράλληλο παρκάρισμα

noun (parking along curb in line with other vehicles)

Parallel parking is one of the required manoeuvres in the driving test.

παράλληλη δομή

noun (repeated grammatical construction)

παράλληλο σύμπαν

noun (alternative dimension) (κυριολεκτικά)

ανώτερα, απαράμιλλα

adverb (unmatched, superior)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ανώτερος, απαράμιλλος

adjective (unmatched, superior)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His talent is without parallel.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του parallel στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του parallel

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.