Τι σημαίνει το aligned στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης aligned στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aligned στο Αγγλικά.
Η λέξη aligned στο Αγγλικά σημαίνει ευθυγραμμισμένος, ευθυγραμμισμένος, ευθυγραμμίζω, ευθυγραμμίζω, φέρνω κπ κοντά με κπ, συμφωνώ με κπ/κτ, είμαι ευθυγραμμισμένος, είμαι ευθυγραμμισμένος, συμβαδίζω, κάνω ευθυγράμμιση, αδέσμευτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης aligned
ευθυγραμμισμένοςadjective (machine parts: in position) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ευθυγραμμισμένοςadjective (ideas: in agreement) (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ευθυγραμμίζωtransitive verb (make level) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The carpenter aligned the two beams. Ο ξυλουργός ευθυγράμμισε τους δύο δοκούς. |
ευθυγραμμίζω(make level with) (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Craig aligned the banister with the adjacent kitchen counter. Ο Κρέιγκ ευθυγράμμισε το κάγκελο με τον διπλανό πάγκο της κουζίνας. |
φέρνω κπ κοντά με κπtransitive verb (figurative (ally) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The sudden betrayal aligned Samantha with her former enemy. Η ξαφνική προδοσία έφερε κοντά τη Σαμάνθα με τον πρώην εχθρό της. |
συμφωνώ με κπ/κτverbal expression (figurative (agree with) By agreeing with the decision to move forward with the plans, I unknowingly aligned myself with Anthony. Αποδεχόμενη την απόφαση να προχωρήσω με τα σχέδια, χωρίς να το ξέρω συμφώνησα με τον Άντονι. |
είμαι ευθυγραμμισμένοςintransitive verb (be level) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The bookshelf and the mantel align perfectly. Η βιβλιοθήκη και το τζάκι είναι πλήρως ευθυγραμμισμένα. |
είμαι ευθυγραμμισμένος(be level with) (με κάτι) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The bookshelf aligns perfectly with the mantel. Η βιβλιοθήκη είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με το τζάκι. |
συμβαδίζω(figurative (conform) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Crosby's behavior aligns with the culture of the group. Η συμπεριφορά του Κρόσμπυ συμβαδίζει με την κουλτούρα της ομάδας. |
κάνω ευθυγράμμισηtransitive verb (bring into balance) (για τροχούς) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The new mechanic aligns wheels for free. |
αδέσμευτοςadjective (nation: neutral) (πολιτική: ουδέτερος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aligned στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του aligned
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.