Τι σημαίνει το draw στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης draw στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του draw στο Αγγλικά.

Η λέξη draw στο Αγγλικά σημαίνει σχεδιάζω, ζωγραφίζω, σχεδιάζω, τραβάω, προσελκύω, προκαλώ, έρχομαι ισοπαλία, φέρνω ισοπαλία, πόλος έλξης, ισοπαλία, έλξη, κλήρωση, ρουφηξιά, τράβηγμα, τράβηγμα, ρέμα, ισοπαλία, σχεδιάζω, ζωγραφίζω, πλησιάζω, τραβάω όπλο, τραβάω κλήρο, ζαρώνω, σουφρώνω, τραβάω, τραβώ, παίρνω ιδέες από κτ, τραβάω, τραβώ, αντλώ, τραβάω, τραβώ, αντλώ, παίρνω, σηκώνω, τραβάω, βγάζω, παίρνω, βγάζω, τραβάω, τραβώ, τραβάω, τραβώ, τεντώνω, αφήνω να τραβήξει, περνάω, βγάζω κτ από κτ, προσπερνάω, υποχωρώ, κάνω πίσω, μειώνω τα στρατεύματα, αποσπώ,εκμαιεύω, προσελκύω, μεγαλώνω, στραγγίζω, αντλώ, χρησιμοποιώ, παρατείνω, αποσπώ, γράφω, συντάσσω, τραβάω, τραβώ, τραβάω, τραβώ, πλησιάζω, προσεγγίζω, φτάνω, καταφτάνω, αντλώ, χρησιμοποιώ, έχω ένα κενό μνήμης, πέφτω στο κενό, κόβω επιταγή, βγάζω συμπέρασμα, τραβάω τα πλήθη, κάνω ένα σχέδιο, τραβάω όπλο σε, βγάζω όπλο σε, παρομοιάζω,συγκρίνω, εργάζομαι, εργάζομαι για κπ, δουλεύω για κπ, περιγράφω, σκιαγραφώ, εξηγώ λεπτομερειακά, περιγράφω λεπτομερειακά, αποφεύγω να συζητώ κτ, χωρίζω, χωρίζομαι, παίρνω κπ παράμερα, παίρνω κπ στην άκρη, τραβάω κπ στην άκρη, τραβώ την προσοχή, τραβάω την προσοχή, εφιστώ την προσοχή σε κτ, τραβώ την προσοχή, απομακρύνομαι από κτ/κπ, διώχνω, απομακρύνομαι από κτ/κπ, τραβάω, ματώνω, επισύρω κριτική, τραβάω, εισπνέω, πλησιάζω, εμπλέκω, τραβάω κλήρο, πλησιάζω, είμαι κοντά, επίκειμαι, προσεγγίζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω σε κτ, απομακρύνω, διώχνω, βγάζω κτ τραβώντας το, βάζω, φορώ, καλώ, πόκερ με πέντε φύλλα, βάζω κόκκινη γραμμή, έχω ως κόκκινη γραμμή, είμαι γκαντέμης, κλείνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, λήγω, κλείνω, τερματίζω, λήγω, μαζεύομαι, ενώνω, συντάσσω επίσημο έγγραφο, καταρτίζω σχέδιο, τραβάω όπλο, βγάζω όπλο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, τραβάω το σπαθί μου, τραβάω το ξίφος μου, θέμα τύχης, κλήρωση, λοταρία, είμαι γρήγορο πιστόλι, γρήγορο πιστόλι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης draw

σχεδιάζω

intransitive verb (sketch, do drawings) (απλές γραμμές)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The artist picked up a sketch pad and began to draw.
Ο ζωγράφος πήρε ένα μπλοκ και ξεκίνησε να σχεδιάζει (or: ζωγραφίζει).

ζωγραφίζω, σχεδιάζω

transitive verb (sketch a picture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I like to draw trees on my school books.
Μου αρέσει να ζωγραφίζω (or: σχεδιάζω) δέντρα στα σχολικά μου βιβλία.

τραβάω

transitive verb (a weapon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cowboy drew his gun to show that he was serious.
Ο καουμπόι τράβηξε το όπλο του για να δείξει ότι μιλούσε σοβαρά.

προσελκύω

transitive verb (attract)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fights usually draw large crowds.
Οι αγώνες πάλης συνήθως προσελκύουν (or: τραβάνε) πολύ κόσμο.

προκαλώ

transitive verb (figurative (elicit, arouse) (εκνευρισμός, θυμός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Racial remarks will usually draw anger from others.
Τα ρατσιστικά σχόλια συνήθως προκαλούν οργή στους άλλους.

έρχομαι ισοπαλία, φέρνω ισοπαλία

intransitive verb (tie a game)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Neither team won the game; they drew.
Καμία ομάδα δε νίκησε. Ήρθαν (or: έφεραν) ισοπαλία.

πόλος έλξης

noun (attraction)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The governor's speech was a big draw, so there were many people in attendance.
Η ομιλία του κυβερνήτη ήταν μεγάλος πόλος έλξης, κι έτσι την παρακολούθησαν πολλά άτομα.

ισοπαλία

noun (tied game)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The football match was a draw.
Ο ποδοσφαιρικός αγώνας έληξε με ισοπαλία.

έλξη

noun (power to attract)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The man had some sort of draw on women that we couldn't understand.

κλήρωση

noun (lots; drawing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A draw was used to create four teams. She won the draw for the blueberry pie.

ρουφηξιά

noun (smoking: inhalation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A draw of cigarette smoke is often followed by a cough.

τράβηγμα

noun (removal of a gun) (όπλου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cowboy had a quick draw and shot the other cowboys first.

τράβηγμα

noun (pull)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His draw of a four from the hat put him on team four.

ρέμα

noun (US (gully)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The horsemen are waiting in the draw behind that hill.

ισοπαλία

noun (American football)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The quarterback called for a draw, and ran to his left.

σχεδιάζω, ζωγραφίζω

intransitive verb (sketch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She likes to spend her time drawing.

πλησιάζω

intransitive verb (approach)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As he drew close to home, he heard the sound of the fire.

τραβάω όπλο

intransitive verb (take out a weapon)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The cowboy drew quickly.

τραβάω κλήρο

intransitive verb (select [sth] by lots)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We will draw from a hat to see who goes on which team.

ζαρώνω, σουφρώνω

intransitive verb (contract, wrinkle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She drew her brow in deep thought.

τραβάω, τραβώ

intransitive verb (tea: brew) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Leave the tea alone! Just let it draw.
Μην πειράζεις το τσάι! Άφησέ το να τραβήξει.

παίρνω ιδέες από κτ

phrasal verb, intransitive (takes, gets ideas from)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραβάω, τραβώ

transitive verb (pull [sth] behind)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The truck is strong enough to draw a one-ton trailer.

αντλώ

transitive verb (extract [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Before people had running water in their homes, they would have to go to a well to draw water.

τραβάω, τραβώ

transitive verb (curtain, drapes: pull shut) (τις κουρτίνες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Each night they draw the curtains.

αντλώ, παίρνω

transitive verb (take, obtain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He draws inspiration from his past.

σηκώνω, τραβάω, βγάζω

transitive verb (withdraw money)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He draws fifty dollars from my account every Friday.

παίρνω

transitive verb (earn) (μισθό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He draws a large salary.

βγάζω

transitive verb (formulate) (συμπέρασμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can draw whatever conclusion you want, but I believe that he did it.

τραβάω, τραβώ

transitive verb (select [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's draw sticks to see who has to go. Longer stick wins.

τραβάω, τραβώ

transitive verb (cards: take out) (χαρτί τράπουλας, φύλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She drew a card from the top of the deck.

τεντώνω

transitive verb (bow: bend to shoot arrow) (τόξο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The archer draws his bow, and then releases the arrow.

αφήνω να τραβήξει

transitive verb (tea: brew)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She never draws the tea properly - it's always too weak.
Δεν αφήνει ποτέ το τσάι να τραβήξει όσο πρέπει και είναι πάντα αδύναμο.

περνάω

transitive verb (bow: pull across strings)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lisa drew her bow gently across the strings of her violin.

βγάζω κτ από κτ

(extract from)

Martha drew water from the well.

προσπερνάω

phrasal verb, intransitive (gradually pass [sb/sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποχωρώ

phrasal verb, intransitive (retreat, move back)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω πίσω

phrasal verb, intransitive (flinch)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She drew back sharply when the dog barked at her.
Έκανε πίσω απότομα όταν της γάβγισε το σκυλί.

μειώνω τα στρατεύματα

phrasal verb, transitive, separable (mainly US (military: reduce number of troops)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The army will gradually draw down the troops in the war-torn region this year.

αποσπώ,εκμαιεύω

phrasal verb, transitive, separable (bring out, elicit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσελκύω

phrasal verb, transitive, separable (interest, captivate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We need a beautiful sign for our shop to draw in customers.
Χρειαζόμαστε μια ωραία πινακίδα για το μαγαζί μας για να φέρουμε πελάτες.

μεγαλώνω

phrasal verb, intransitive (UK (night: get darker earlier) (η νύχτα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Now that the nights are drawing in, there's no better place to be than in an armchair by the fire.
Τώρα που μεγαλώνουν οι νύχτες, δεν υπάρχει καλύτερο μέρος από μια πολυθρόνα δίπλα στη φωτιά.

στραγγίζω

phrasal verb, transitive, separable (liquid: remove by draining)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor had to use a large needle to draw off the liquid in my swollen knee.

αντλώ

phrasal verb, transitive, inseparable (resources: use)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Henrietta drew on her experience as a hockey captain when asked to lead the project.
Η Ενριέτα άντλησε στοιχεία από την εμπειρία της ως αρχηγός στο χόκεϊ, όταν της ζήτησαν να ηγηθεί του έργου.

χρησιμοποιώ

phrasal verb, transitive, inseparable ([sb]: use contribution of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρατείνω

phrasal verb, transitive, separable (prolong)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I signed up for a Masters course because I wanted to draw out being a student for as long as possible.
Γράφτηκα σε ένα μεταπτυχιακό επειδή ήθελα να παρατείνω τις σπουδές μου για όσο το δυνατόν περισσότερο διάστημα.

αποσπώ

phrasal verb, transitive, separable (elicit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The psychiatrist drew out her long-buried secrets.
Ο ψυχίατρος της απέσπασε τα μυστικά που έκρυβε για καιρό.

γράφω, συντάσσω

phrasal verb, transitive, separable (draft, plan out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It is desirable that any important legal documents be drawn up by a qualified solicitor.
Είναι επιθυμητό κάθε σημαντικό νομικό έγγραφο να συντάσσεται από εξειδικευμένο δικηγόρο.

τραβάω, τραβώ

phrasal verb, transitive, separable (pull forward)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Draw up a chair and I'll show you my holiday pictures.
Φέρε μια καρέκλα και θα σου δείξω τις φωτογραφίες από τις διακοπές μου.

τραβάω, τραβώ

phrasal verb, transitive, separable (pull upwards)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She drew her knees up to her chest and lay there in a foetal position.
Τράβηξε τα γόνατά της στο στήθος και έμεινε εκεί ξαπλωμένη σε εμβρυική στάση.

πλησιάζω, προσεγγίζω

phrasal verb, intransitive (car: arrive, stop)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Two cars drew up outside the house.
Δύο αυτοκίνητα πλησίασαν το σπίτι.

φτάνω, καταφτάνω

phrasal verb, intransitive (arrive: by car)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They drew up at the premiere in a stretch limousine.
Έφτασαν στην πρεμιέρα με μια μεγάλη λιμουζίνα.

αντλώ, χρησιμοποιώ

phrasal verb, transitive, inseparable (use as source or resource)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
To pass the final exam, the students must draw upon everything they have learned in the course.
Για να περάσουν τις τελικές εξετάσεις οι φοιτητές πρέπει να χρησιμοποιήσουν τις γνώσεις όλης της χρονιάς.

έχω ένα κενό μνήμης

verbal expression (figurative (be unable to recall [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πέφτω στο κενό

verbal expression (figurative (fail to elicit [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jenna's search for information about her birth parents drew a blank.

κόβω επιταγή

verbal expression (US (write a cheque)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Your invoice was approved so I'll draw a check for you by the end of the day.
Το τιμολόγιο εγκρίθηκε και έτσι θα σου κόψω σήμερα μια επιταγή.

βγάζω συμπέρασμα

verbal expression (deduce, conclude [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The sample was too small for the researchers to draw a conclusion with any certainty.

τραβάω τα πλήθη

verbal expression (attract people's attention)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That band always draws a crowd.

κάνω ένα σχέδιο

verbal expression (represent [sth] schematically)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He drew a diagram of how he wanted his new kitchen to be laid out.
Έκανε ένα σχέδιο για να δείξει πως ήθελε την καινούργια του κουζίνα.

τραβάω όπλο σε, βγάζω όπλο σε

verbal expression (aim a firearm at)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
To stop the robber, the policewoman drew a gun on him and ordered him to lie on the ground.

παρομοιάζω,συγκρίνω

verbal expression (identify as being similar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We can draw a parallel between restrictions on law making powers of the earliest British Parliaments, and that of the modern European Parliament.

εργάζομαι

verbal expression (be employed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I've lived here ever since I first drew a pay check.
Ζω εδώ από τότε που εργάστηκα για πρώτη φορά.

εργάζομαι για κπ, δουλεύω για κπ

verbal expression (US (work for [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιγράφω, σκιαγραφώ

verbal expression (represent [sth] visually)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I couldn't describe the crash in words so I drew a picture of it for the police.

εξηγώ λεπτομερειακά, περιγράφω λεπτομερειακά

verbal expression (figurative (describe in detail) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The novel draws a picture of life in Depression-era America.
Το μυθιστόρημα περιγράφει λεπτομερειακά τη ζωή στην Αμερική την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης.

αποφεύγω να συζητώ κτ

verbal expression (subject: not discuss)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χωρίζω

(separate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You have to draw apart the halves of the avocado before you can scoop out the pulp.

χωρίζομαι

(move in opposite directions) (προς αντίθετες κατευθύνσεις)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίρνω κπ παράμερα, παίρνω κπ στην άκρη, τραβάω κπ στην άκρη

(speak privately to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After the meeting, the chairman drew me aside to ask if I would be interested in joining the committee.

τραβώ την προσοχή, τραβάω την προσοχή

(be very noticeable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Garish clothing draws attention.
Τα κακόγουστα ρούχα τραβούν την προσοχή.

εφιστώ την προσοχή σε κτ

verbal expression (make [sth] noticeable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Bold text is used to draw attention to certain words.

τραβώ την προσοχή

verbal expression (attract, interest)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The street entertainer drew the attention of a large crowd.

απομακρύνομαι από κτ/κπ

verbal expression (retreat from [sth], [sb])

διώχνω

verbal expression (cause to leave)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What drew you away from your hometown?

απομακρύνομαι από κτ/κπ

verbal expression (retreat)

He ordered his troops to draw back from the border.
Διέταξε τα στρατεύματά του να αποτραβηχτούν από τα σύνορα.

τραβάω

(pull away, apart)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When I drew back the curtains, sunlight flooded in.
Όταν τράβηξα τις κουρτίνες, το φως του ηλίου πλημμύρισε τον χώρο.

ματώνω

(make blood flow)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The swordsman's thrust drew blood.

επισύρω κριτική

(attract disapproval)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Michael Jackson once drew criticism for dangling his infant over the edge of a balcony.

τραβάω

transitive verb (make great use of) (χρησιμοποιώ, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The apprentice draws heavily on the works of the grand masters for inspiration.

εισπνέω

(inhale: smoke, breath)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He would often cough after drawing in a breath of smoke.

πλησιάζω

(move closer)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As he drew in closer, John could see more and more detail.
Καθώς πλησίαζε πιο κοντά, ο Τζον μπορούσε να δει όλο και περισσότερες λεπτομέρειες.

εμπλέκω

(involve [sb] in [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't draw me into your problems!

τραβάω κλήρο

(decide by lottery)

They drew lots to see who would go first.

πλησιάζω, είμαι κοντά, επίκειμαι

(figurative (be imminent)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
New Year's Day is drawing near.
Η Πρωτοχρονιά πλησιάζει.

προσεγγίζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

(approach)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As we drew near, the air became thick with smoke.
Καθώς πλησιάζαμε ο αέρας άρχισε να γίνεται βαρύς από τον καπνό.

πλησιάζω σε κτ

(approach)

As we drew near the gates, they opened automatically.

απομακρύνω, διώχνω

([sb]: induce to leave)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω κτ τραβώντας το

([sth]: remove by pulling)

βάζω, φορώ

(clothing: put on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He quickly drew on his trousers and ran out the door.
Φόρεσε γρήγορα το παντελόνι του κι βγήκε τρέχοντας από την πόρτα.

καλώ

(beckon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πόκερ με πέντε φύλλα

noun (card game: five-card poker) (χαρτοπαίγνια)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βάζω κόκκινη γραμμή, έχω ως κόκκινη γραμμή

verbal expression (figurative, informal (set a limit or restriction) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I went out for a few beers, but I drew the line at doing shots.

είμαι γκαντέμης

verbal expression (stuck with an unwanted task, fate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλείνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, λήγω

verbal expression (finish)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As the evening drew to a close, the orchestra played a final waltz.
Καθώς τελείωνε η βραδιά, η ορχήστρα έπαιξε ένα τελευταίο βαλς.

κλείνω, τερματίζω, λήγω

verbal expression (bring to an end)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After an hour on the phone, she drew the conversation to a close.

μαζεύομαι

(form a huddle or group)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Penguins sometimes draw together to share body warmth.

ενώνω

(unite)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συντάσσω επίσημο έγγραφο

verbal expression (write official paper)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The lawyers are drawing up a formal document detailing my divorce settlement.
Οι δικηγόροι συντάσσουν ένα επίσημο έγγραφο, το οποίο περιγράφει τον διακανονισμό του διαζυγίου μου.

καταρτίζω σχέδιο

intransitive verb (devise a way to proceed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τραβάω όπλο, βγάζω όπλο

verbal expression (pull out a firearm)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The insistent sound of the snake's rattle caused him to draw his gun as a precaution.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

verbal expression (receive wage)

The workers drew their pay at the end of each week.

τραβάω το σπαθί μου, τραβάω το ξίφος μου

verbal expression (pull out blade)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When the soldier heard the insult, he drew his sword.

θέμα τύχης

noun (chance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There's no way of guaranteeing you'll win the lottery - it's just the luck of the draw.

κλήρωση, λοταρία

noun (UK (raffle in which [sth] is won)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

είμαι γρήγορο πιστόλι

adjective (quick to draw firearm) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cowboys had to be quick on the draw when they were fighting duels.

γρήγορο πιστόλι

adjective (figurative, informal (quick to act or react) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του draw στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του draw

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.