Τι σημαίνει το parar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης parar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του parar στο ισπανικά.

Η λέξη parar στο ισπανικά σημαίνει σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σηκώνω, σταματάω, σταματώ, αποκρούω, σταματάω, σταματώ, παύω, σταματώ, μου σηκώνεται, τεντώνω, σταματάω, σταματώ, κάνω σήμα, κάνω νόημα, το κόβω, σταματάω, σταματώ, κάνω σήμα, σταματάω, σταματώ, παύω, μου σβήνει, σταματάω, σταματώ, σταματώ, κάνω στην άκρη, στηρίζω, στερεώνω, εγκαταλείπω, σταματώ, υπεκφεύγω, σταματάω, σταματώ, εμποδίζω, μπλοκάρω, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, αδρανοποιώ, ακινητοποιώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, κλείνω, στήνω, αδιάκοπα, ατελείωτα, ασταμάτητα, -, σταματάω, σταματώ, περνάω, περνώ, σε κίνηση, ξανά και ξανά, χωρίς διακοπή, αδιάκοπα, απανωτά, στη σειρά, συνεχόμενα, ασταμάτητα, αδιάκοπα, αδυσώπητα, απευθείας, κατευθείαν, απόλυτη στάση, καταλήγω στα παλιοσίδερα, είμαι υποχείριο, σταματώ, ακινητοποιούμαι, σταματώ, ακινητοποιούμαι, κάνω σήμα σε ταξί, σταματάω χρονόμετρο, μιλάω ακατάπαυστα, μειώνω, τεντώνω τα αυτιά μου, σταματάω να κάνω κτ, σταματώ να κάνω κτ, ποτέ δε σταματώ, παύω να κάνω κτ, κάνω στάση, μακρηγορώ, δημηγορώ, σταματώ στην άκρη, κάνω στην άκρη, σταματάω, σταματώ, φτάνω, φλυαρώ, μιλάω ακατάπαυστα, μιλάω ακατάπαυστα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ, ξεκολλάω από κτ, -, πολλά να κάνω, πολλά να γίνουν, σταματώ, σταματάω, σταματώ, φλυαρώ, παύω, σταματώ, βγαίνω καμαρωτά, κάνω μια παύση, κάνω ένα διάλειμμα, απέχω, φλυαρώ για κτ, φλυαρώ για κτ, μιλώ ασταμάτητα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ, σουφρώνω τα χείλη, μιλάω ακατάπαυστα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ, ξεσπάω, κόβω, σταματώ να μιλώ για κτ, χαζολογώ, κάνω στάση, φλυαρώ, σκέφτομαι κτ συνεχώς, καπνίζω σαν φουγάρο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης parar

σταματάω, σταματώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ha parado de llover.
Η βροχή σταμάτησε.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Puedes parar de hacer eso?
Θα μπορούσες να το σταματήσεις αυτό σε παρακαλώ;

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paró el coche para ver el mapa.
Σταμάτησε (or: Ακινητοποίησε) το αυτοκίνητο για να κοιτάξει τον χάρτη.

σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Derribé el jarrón de un golpe y tuve que volver a levantarlo.
Έριξα το βάζο και έπρεπε να το σηκώσω πάλι όρθιο.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Apaga la máquina antes de tratar de repararla.
Κλείσε (or: σβήσε) τη μηχανή πριν την επισκευάσεις.

αποκρούω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El portero bloqueó el tiro.

σταματάω, σταματώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Por favor, espera a que el bus pare antes de bajarte.

παύω, σταματώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La máquina se rompió así que el director paró el trabajo.
Το μηχάνημα χάλασε κι έτσι ο εργοδηγός έβαλε τέρμα στην εργασία.

μου σηκώνεται

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τεντώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Όταν άκουσα κάποιον να αναφέρει το όνομά μου, τέντωσα τα αυτιά μου.

σταματάω, σταματώ

(una actividad)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No me puedo concentrar si sigues golpeando los dedos contra el escritorio, ¡para!
Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, όταν χτυπάς τα δάχτυλά σου στο γραφείο. Σταμάτα.

κάνω σήμα, κάνω νόημα

verbo transitivo (con una seña)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es muy difícil parar un taxi durante la hora pico.

το κόβω

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gary no paraba de silbar muy desafinado hasta que Dave le dijo que parara.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Emily siempre se está quejando de su novio, ¡nunca para!
Η Έμιλυ παραπονιέται συνέχεια για το αγόρι της, δεν σταματάει ποτέ!

κάνω σήμα

(taxi) (για να σταματήσει)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El portero le parará un taxi.

σταματάω, σταματώ, παύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Me estás volviendo loca con tus preguntas, ¡para!
Με τρελαίνεις με όλες αυτές τις ερωτήσεις σου. Σταμάτα! (or: Πάψε!)

μου σβήνει

(το αμάξι, η μηχανή)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El aprendiz de manejo que iba delante nuestro paró el auto dos veces.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ως νέος οδηγός, πάντα αγχώνομαι μη μου σβήσει το αμάξι στη μέση του δρόμου.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La pelota se paró colina abajo.

σταματώ, κάνω στην άκρη

(auto) (αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El taxi se detuvo en el borde y la mujer se bajó.
Το ταξί σταμάτησε στην άκρη του πεζοδρομίου και η γυναίκα βγήκε έξω.

στηρίζω, στερεώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Apoyó el libro para poder leer y tejer al mismo tiempo.
Στερέωσε (or: Στήριξε) το βιβλίο της για να έχει τα χέρια της ελεύθερα για το πλέξιμο.

εγκαταλείπω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los huelguistas dijeron que no iban a dejar su campaña de acción.
Οι διαδηλωτές δήλωσαν ότι δεν θα σταματήσουν την εκστρατεία δράσης τους.

υπεκφεύγω

(un ataque)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ambos esgrimistas bloquearon ataques durante el campeonato.

σταματάω, σταματώ

(taxi) (με νόημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Llamé a un taxi para llegar a casa porque había bebido mucho.
Σταμάτησα ένα ταξί για να πάω σπίτι επειδή είχα πιει πολύ.

εμποδίζω, μπλοκάρω

(deportes) (αθλητικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El boxeador bloqueó con habilidad los golpes de su oponente.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La policía nos detuvo por exceder el límite de velocidad.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μας σταμάτησε η αστυνομία επειδή τρέχαμε.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El coche se detuvo al acercarse a las vías del tren.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε όταν έφτασε στις ράγες του τραίνου.

αδρανοποιώ, ακινητοποιώ

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las disputas paralizaron el acuerdo legal durante meses hasta que se llegó a un acuerdo.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La gerencia detuvo el proyecto cuando se acabó el dinero.
Η διοίκηση διέκοψε το πρότζεκτ όταν εξαντλήθηκαν τα χρήματα.

σταματάω, σταματώ

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Vosotros dos! ¡Cortad esa pelea ya!
Ε, εσείς οι δύο! Κόφτε τον τσακωμό! Τώρα!

κλείνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La empresa cerró la fábrica el día de Navidad.

στήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los niños pusieron las fichas de dominó en posición vertical.

αδιάκοπα, ατελείωτα, ασταμάτητα

(συνεχώς)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si les dejas, los dos podrían discutir continuamente sobre política.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La ruta del desierto parece durar eternamente.
Ο δρόμος στην έρημο έμοιαζε να συνεχίζει και συνεχίζει χωρίς σταματημό.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hace dos años dejé el hábito de fumar.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σταμάτα να σφυρίζεις αμέσως!

περνάω, περνώ

(κόκκινο φανάρι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A Audrey la paró la policía cuando se pasó un semáforo en rojo.

σε κίνηση

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
¡Mis niños nunca se quedan quietos! Están siempre en movimiento.
Είμαι πολύ απασχολημένη όλη την ημέρα. Είμαι στο πόδι από την ανατολή έως τη δύση του ηλίου.

ξανά και ξανά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Mi hermana me sacó de quicio cantando la misma canción una y otra vez. Los gimnastas y patinadores artísticos deben practicar cada rutina una y otra vez.
Η αδερφή μου με τρέλανε τραγουδώντας το ίδιο τραγούδι ξανά και ξανά.

χωρίς διακοπή

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Estoy trabajando sin parar desde las 7.

αδιάκοπα, απανωτά, στη σειρά, συνεχόμενα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Habló de sus hijos sin parar.

ασταμάτητα, αδιάκοπα, αδυσώπητα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Esta casa está encantada y estos fantasmas nos atormentan sin parar.

απευθείας, κατευθείαν

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quería parar a ver el paisaje pero el insistía en seguir adelante sin parar.

απόλυτη στάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Oyeron un ruido fuerte en el motor y el auto se detuvo por completo.

καταλήγω στα παλιοσίδερα

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι υποχείριο

locución verbal (κάποιου)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

σταματώ, ακινητοποιούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σταματώ, ακινητοποιούμαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω σήμα σε ταξί

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Salió a la calle para parar un taxi.

σταματάω χρονόμετρο

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μιλάω ακατάπαυστα

locución verbal

Desde que llegó no ha parado de hablar, hasta ahora no he podido insertar siquiera un bocadillo.

μειώνω

locución verbal (figurado, reducir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τεντώνω τα αυτιά μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El perro paró el oído cuando escuchó la voz de Nancy.

σταματάω να κάνω κτ, σταματώ να κάνω κτ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Basta de discutir! ¡Me están dando dolor de cabeza!

ποτέ δε σταματώ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La idiotez del locutor no para de asombrarme.

παύω να κάνω κτ

locución verbal

κάνω στάση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Este tren para en Bromley South y en London King's Cross.
Το τρένο θα κάνει στάση στους σταθμούς Μπρόμλι Σάουθ και Λόντον Κινγκς Κρος.

μακρηγορώ, δημηγορώ

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mejor no le menciones el tema porque si se engancha no para de hablar en toda la noche.

σταματώ στην άκρη, κάνω στην άκρη

(αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando vio las luces intermitentes en el retrovisor, se hizo a un lado de la carretera.
Όταν είδε από τον καθρέφτη τα φώτα να αναβοσβήνουν, έκανε στην άκρη.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El hermano de Maisie la estaba burlando por sus anteojos nuevos, y ella le dijo que dejara de hacerlo.

φτάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φλυαρώ

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μιλάω ακατάπαυστα

μιλάω ακατάπαυστα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El profesor no paró de hablar del tema a pesar de que muchos alumnos estaban dormidos.

ξεκολλάω από κτ

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

Ya sé que perdiste tu trabajo y tu novia te dejó, pero es hora de que dejes de tenerte lástima y sigas con tu vida.

-

locución adverbial (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
El auto rodó sin parar hasta que se detuvo volcado.
Το αυτοκίνητο αναποδογύρισε ξανά και ξανά και τελικά σταμάτησε με την οροφή κάτω.

πολλά να κάνω, πολλά να γίνουν

(ES, coloquial)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Lo siento, no puedo ayudarte con eso, ya tengo faena para parar un carro.

σταματώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La madre ordenó al niño que dejara de arrancar las páginas del libro.
Η μητέρα είπε στον γιο της να σταματήσει να σκίζει τις σελίδες από το βιβλίο.

σταματάω, σταματώ

(να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Puedes dejar de interrumpirme cuando trato de estudiar?
Θα σταματήσεις να με διακόπτεις, ενώ προσπαθώ να μελετήσω;

φλυαρώ

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No importa de qué hablemos en clase, Joanne siempre empieza a hablar sin parar sobre su vida privada.

παύω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγαίνω καμαρωτά

locución verbal (Chile, fig, coloq)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Paró la cola y salió sin mirar a nadie.

κάνω μια παύση, κάνω ένα διάλειμμα

(για να κάνω κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Oliver se detuvo a pensar, antes de continuar con su trabajo.

απέχω

(από το να κάνω κάτι)

La corte le ordenó a la compañía que deje de (or: pare de) comerciar.

φλυαρώ για κτ

locución verbal

φλυαρώ για κτ

μιλώ ασταμάτητα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ

locución verbal

Tanya no para de hablar de lo horrible que es su jefe.
Η Τάνια δεν βάζει ποτέ γλώσσα μέσα για το πόσο κακό είναι το αφεντικό της.

σουφρώνω τα χείλη

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jenny frunció los labios en un beso y esperó.

μιλάω ακατάπαυστα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Habló sin parar sobre todas las celebridades que había conocido.

ξεσπάω

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Suele acudir a mí para hablar sin parar sobre sus problemas.
Συχνά έρχεται σ' εμένα για να ξεσπάσει από τα προβλήματά του.

κόβω

(καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me gustaría que mis amigos dejaran de burlarse de mi amistad con James.

σταματώ να μιλώ για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Matt llegó tarde el viernes a la noche y su mujer no deja de hablar de eso.
Ο Ματ άργησε να επιστρέψει στο σπίτι την Παρασκευή το βράδυ και η γυναίκα του δεν έχει σταματήσει να μιλά για αυτό το θέμα.

χαζολογώ

(ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los dos se sentaron y hablaron por los codos entre ellos durante horas.

κάνω στάση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los viajeros decidieron parar a comer a mediodía.

φλυαρώ

(για κάποιο θέμα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Él es muy aburrido; siempre está hablando sin parar sobre economía o inmigración.

σκέφτομαι κτ συνεχώς

καπνίζω σαν φουγάρο

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του parar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του parar

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.