Τι σημαίνει το peanut στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης peanut στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του peanut στο Αγγλικά.
Η λέξη peanut στο Αγγλικά σημαίνει φιστίκι, φιστικιά, ψίχουλα, με φιστίκι, με φιστίκια, από φιστίκι, από φιστίκια, ψίχουλα, καραμέλα με φυστίκια, φυστικοβούτυρο, σάντουιτς με φυστικοβούτυρο και μαρμελάδα, οι χειρότερες θέσεις σε θέατρο κλπ, αραχιδέλαιο, χωρίς φιστίκια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης peanut
φιστίκιnoun (food) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Peanuts are a popular predinner snack. Τα αράπικα φιστίκια είναι ένα δημοφιλές σνακ πριν το βραδινό. |
φιστικιάnoun (plant) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This farmer is planting his fields with peanuts. Ο αγρότης φυτεύει φιστικιές στα χωράφια του. |
ψίχουλαnoun (figurative, US ([sb/sth] very small or insignificant) (μεταφορικά: κάτι) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
με φιστίκι, με φιστίκια, από φιστίκι, από φιστίκιαnoun as adjective (containing peanuts) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The kitchen smells of freshly baked peanut cookies. |
ψίχουλαplural noun (figurative, informal (not much money) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Ted bought that car for peanuts! // The company is paying peanuts, but it's interesting work. |
καραμέλα με φυστίκιαnoun (hard toffee) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I love peanut brittle, my teeth, however suffer from eating it. |
φυστικοβούτυροnoun (spread made from peanuts) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Peanut butter is high in protein and makes a tasty snack with celery, carrots or apples. Το φυστικοβούτυρο έχει πολλές πρωτεΐνες και με σέλινο, καρότα ή μήλα αποτελεί ένα γευστικό σνακ. |
σάντουιτς με φυστικοβούτυρο και μαρμελάδαnoun (US (food: children's favorite) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Peanut butter and jelly sandwiches are a staple on the children's menu. |
οι χειρότερες θέσεις σε θέατρο κλπnoun (cheapest seats in a theater) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Students usually can't afford anything more than seats in the peanut gallery for concerts. |
αραχιδέλαιοnoun (oil extracted from peanuts) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Peanut oil is frequently used in Asian cooking, instead of butter or olive oil. |
χωρίς φιστίκιαadjective (not containing peanuts) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The boy needs to be in a peanut-free environment because he is allergic to peanuts. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του peanut στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του peanut
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.