Τι σημαίνει το peck στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης peck στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του peck στο Αγγλικά.
Η λέξη peck στο Αγγλικά σημαίνει ραμφίζω, τσιμπάω, τσιμπώ, φιλάω πεταχτά, φιλάκι, σωρός, μονάδα μέτρησης στερεών, 8.8 λίτρα, τσιμπάω, τσιμπώ, ραμφίζω, ραμφίζω, τσιμπολογάω, τσιμπάω, φιλάκι στο μάγουλο, ιεραρχία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης peck
ραμφίζω, τσιμπάω, τσιμπώintransitive verb (bird: bite or pick with beak) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pigeons always seem to me to be pecking. Τα περιστέρια μου φαίνεται πάντα ότι ραμφίζουν. |
φιλάω πεταχτάtransitive verb (kiss lightly) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He just pecked me on the cheek and ran out the door. Απλά με φίλησε πεταχτά στο μάγουλο κι έφυγε τρέχοντας. |
φιλάκιnoun (informal (small kiss) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) It wasn't a full kiss; just a peck. Δεν ήταν κανονικό φιλί, απλά ένα πεταχτό φιλάκι. |
σωρόςnoun (informal, US (large amount) (μτφ: μεγάλη ποσότητα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) We've had a peck of troubles with the new house. Είχαμε πολλούς μπελάδες με το καινούριο σπίτι. |
μονάδα μέτρησης στερεών, 8.8 λίτραnoun (dry measure: quarter bushel) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) The fruit vendor sold the woman a peck of cooking apples. |
τσιμπάω, τσιμπώtransitive verb (bird: puncture with beak) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Blue-tits have been pecking the tops of the milk bottles again. |
ραμφίζωphrasal verb, transitive, inseparable (bird: poke with beak) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The woodpecker pecked at the tree until he had drilled a hole into the bark. Ο τρυποκάρυδος ράμφισε το δέντρο μέχρι που έφτιαξε μια τρύπα στο φλοιό. |
ραμφίζωphrasal verb, transitive, inseparable (bird: eat with beak) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I love to watch birds pecking at the seeds in the park. |
τσιμπολογάω, τσιμπάωphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (person: nibble) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He pecks at his food since he lost his appetite during the illness. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τσιμπάει το μεσημέρι και τρώει πλήρες γεύμα το βράδυ. |
φιλάκι στο μάγουλοnoun (small kiss on cheek) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ιεραρχίαnoun (figurative, colloquial (hierarchy) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My first job at the office was making the tea. I was at the bottom of the pecking order. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του peck στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του peck
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.