Τι σημαίνει το peak στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης peak στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του peak στο Αγγλικά.

Η λέξη peak στο Αγγλικά σημαίνει κορυφή, κορυφή, κορυφώνομαι, αιχμής, βουνοκορφή, αιχμή, κορυφή, γείσο, υψώνομαι, ορθώνομαι, βουνοκορφή, εκτός ωρών αιχμής, εκτός ωρών αιχμής, ώρα αιχμής, φορτίο αιχμής, κορυφαία απόδοση, μέγιστη απόδοση, περίοδος αιχμής, σύστημα κάλυψης αιχμής, σύστημα εξομάλυνσης αιχμών, σύστημα αποφυγής αιχμών, ώρα αιχμής, η καλύτερη ώρα, η καλύτερη στιγμή, η ιδανικότερη ώρα, η ιδανικότερη στιγμή, απότομη αύξηση, κορυφή μαλλιών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης peak

κορυφή

noun (mountain top)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gladys and Dawn reached the peak breathless but happy.
Η Γκλάντις και η Ντον έφτασαν στην κορυφή ξέπνοες αλλά χαρούμενες.

κορυφή

noun (high point)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
From the roof's peak, Janice could see right across the valley.
Από την κορυφή της σκεπής η Τζάνις μπορούσε να δει όλη την κοιλάδα.

κορυφώνομαι

intransitive verb (reach high point)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The singer's popularity peaked with his second album; sales of his third album were much lower.
Η δημοτικότητα του τραγουδιστή κορυφώθηκε με τον δεύτερό του δίσκο· οι πωλήσεις του τρίτου του δίσκου ήταν πολύ πιο χαμηλές.

αιχμής

adjective (maximum, time of greatest use) (σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
The price of gasoline increases during peak travel times.

βουνοκορφή

noun (mountain with a pointed top)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ben and Adam looked at the peaks stretching out before them.

αιχμή, κορυφή

noun (most important point)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Maxine is at the peak of her career right now.

γείσο

noun (visor of a cap)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Not wanting to be noticed, Liam pulled the peak of his cap lower over his eyes.

υψώνομαι, ορθώνομαι

intransitive verb (come to a point)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The mountain peaks high above them.

βουνοκορφή

noun (summit or tip of a mountain)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκτός ωρών αιχμής

adjective (outside prime time) (στη διάρκεια μίας ημέρας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Off-peak rail travel is cheaper than going during rush hour.

εκτός ωρών αιχμής

adverb (outside prime time) (στη διάρκεια μίας ημέρας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you travel off peak, you can save a lot of money on train fares.

ώρα αιχμής

plural noun (prime time, busiest period)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The peak hours of traffic are from 4:00 pm to 7:00 pm.

φορτίο αιχμής

noun (maximum demand for electric power)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κορυφαία απόδοση, μέγιστη απόδοση

noun (optimum output or achievement)

I was at peak performance in my mid 30s.

περίοδος αιχμής

noun (busiest annual period)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many shops employ extra staff during peak season.

σύστημα κάλυψης αιχμής, σύστημα εξομάλυνσης αιχμών, σύστημα αποφυγής αιχμών

noun (system for avoiding high energy costs)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ώρα αιχμής

noun (busiest hours)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
We hit peak time, so it took three hours to drive through Chicago in the rush hour traffic.

η καλύτερη ώρα, η καλύτερη στιγμή, η ιδανικότερη ώρα, η ιδανικότερη στιγμή

noun (best time to see or do [sth]) (ώρα)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Early October is peak time for fall foliage color in Wisconsin.

απότομη αύξηση

noun (spike, dramatic rise)

κορυφή μαλλιών

noun (hairline: point)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του peak στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του peak

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.