Τι σημαίνει το perambular στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης perambular στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του perambular στο πορτογαλικά.

Η λέξη perambular στο πορτογαλικά σημαίνει σεργιανίζω, σουλατσάρω, κάνω περίπατο, κάνω βόλτα, πάω βόλτα, τραβιέμαι, κουβαλιέμαι, σέρνομαι, περπατάω αργά, βαδίζω αργά, περιφέρομαι, τριγυρίζω, περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, περιφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανιέμαι, κινούμαι νευρικά, περιπλανιέμαι σε κτ, τριγυρνώ, τριγυρίζω, περιφέρομαι, περιπλανιέμαι άσκοπα, περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, περιπλανώμαι, περιφέρομαι άσκοπα, περιφέρομαι, περιφέρομαι σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης perambular

σεργιανίζω, σουλατσάρω

(andar ociosamente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω περίπατο, κάνω βόλτα, πάω βόλτα

verbo transitivo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τραβιέμαι, κουβαλιέμαι, σέρνομαι

(μτφ, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Κουβαλήθηκα (or: τραβήχτηκα) τόσο δρόμο για να σε δω και τώρα δεν έχεις διάθεση για κουβέντα;

περπατάω αργά, βαδίζω αργά

(caminhar, andar lentamente ou sem rumo)

περιφέρομαι, τριγυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιφέρομαι, περιπλανιέμαι

(caminhar sem rumo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jessica não sabia realmente onde estava indo. Ela estava só perambulando.
Η Τζέσικα δεν ήξερε που πήγαινε πραγματικά· απλά περιφερόταν.

περιφέρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quatro jovens vistos perambulando pela vizinhança do incidente foram presos pela polícia.
Τέσσερα νεαρά άτομα που εθεάθησαν να περιφέρονται στην περιοχή όπου έγινε το περιστατικό συνελήφθησαν από την αστυνομία.

περιφέρομαι, τριγυρίζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιπλανιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os turistas perambularam de um monumento famoso para o outro.
Οι τουρίστες περιπλανήθηκαν απ' το ένα φημισμένο μνημείο στο άλλο.

κινούμαι νευρικά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιπλανιέμαι σε κτ

O poeta perambulava pelas colinas, buscando inspiração.

τριγυρνώ, τριγυρίζω, περιφέρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιπλανιέμαι άσκοπα

περιπλανιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιφέρομαι, περιπλανώμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιφέρομαι άσκοπα

(informal)

περιφέρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιφέρομαι σε κτ

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του perambular στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.