Τι σημαίνει το perceber στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης perceber στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του perceber στο πορτογαλικά.

Η λέξη perceber στο πορτογαλικά σημαίνει πιάνω, αντιλαμβάνομαι, διακρίνω, αναγνωρίζω, αντιλαμβάνομαι, διακρίνω, μαθαίνω, αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιώ, καταλαβαίνω, προσέχω, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, αισθάνομαι, νιώθω, το πιάνω, πιάνω, πιάνω, βλέπω, εντοπίζω, παρατηρώ, σκέφτομαι ότι/πως, αντιλαμβάνομαι, προσέχω, διαπιστώνω, συνειδητοποιώ, καταλαβαίνω, διακρίνω, ξεχωρίζω, συνειδητοποιώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, βλέπω, προσέχω, καταλαβαίνω, προσέχω, κάνω κπ να καταλάβει κτ, δίνω σε κπ να καταλάβει κτ, πιάνει το μάτι μου, παρεξηγώ, παραβλέπω, αγνοώ, παρεξηγώ, γίνομαι κατανοητός, ανακαλύπτω, μαθαίνω, καταλαβαίνω ότι/πως. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης perceber

πιάνω

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fiz um erro nos meus cálculos, mas ninguém percebeu.
Έκανα ένα λάθος στους υπολογισμούς μου, αλλά κανένας δεν το κατάλαβε.

αντιλαμβάνομαι

verbo transitivo (com os sentidos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διακρίνω, αναγνωρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Glenn percebeu o cheiro de gás. Percebi na voz da senhora um tom de piedade.
Αντιλήφθηκα ένα τόνο οίκτου στη φωνή της ηλικιωμένης κυρίας.

αντιλαμβάνομαι, διακρίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jane percebeu a falta de vontade de Martin para mudar de ideia.
Η Τζέιν αντιλήφθηκε την απροθυμία του Μάρτιν να αλλάξει άποψη.

μαθαίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ελπίζω να μάθεις τα κόλπα του πριν πληγωθείς.

αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταλαβαίνω, προσέχω, αντιλαμβάνομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você percebeu que a estrada está fechada lá na frente?
Δεν πρόσεξες ότι αυτός ο δρόμος είναι κλειστός πιο μπροστά;

καταλαβαίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αισθάνομαι, νιώθω

verbo transitivo (ficar consciente de)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
De repente, ele percebeu outra pessoa no lugar.
Ξαφνικά αισθάνθηκε (or: ένιωσε) πως υπάρχει κι άλλο άτομο στο δωμάτιο.

το πιάνω

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Carol não entendeu durante eras, então, de repente, ela compreendeu.
Η Κάρολ δεν καταλάβαινε για πολύ καιρό και μετά, εντελώς ξαφνικά, το έπιασε.

πιάνω

(figurado, informal) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιάνω

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
De repente compreendi que era com seu irmão gêmeo que eu estava conversando.
Ξαφνικά πήρα χαμπάρι ότι αυτός που μίλαγα ήταν ο δίδυμος αδερφός του.

βλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele já notou você?
Σε έχει δει ή όχι ακόμα;

εντοπίζω

(ver, identificar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O policial localizou o criminoso e começou a correr atrás dele.
Ο αστυνομικός εντόπισε τον κακοποιό κι άρχισε να τον κυνηγάει.

παρατηρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você notou que ele estava bêbado?
Παρατήρησες ότι ήταν μεθυσμένος;

σκέφτομαι ότι/πως

(informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando não o vi na escola, eu me toquei que provavelmente ele estava doente em casa.

αντιλαμβάνομαι

(κπ που κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσέχω

verbo transitivo (prestar atenção)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαπιστώνω, συνειδητοποιώ, καταλαβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu espero que ele perceba o próprio erro logo.
Ελπίζω να συνειδητοποιήσει (or: καταλάβει) το σφάλμα του σύντομα.

διακρίνω, ξεχωρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu não consigo enxergar o sinal dessa distância.
Δεν μπορώ να διακρίνω την ταμπέλα από τόσο μακριά.

συνειδητοποιώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω

(πως, πόσο, τι, ποιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele não imagina o quanto isso é importante para mim.
Δε συνειδητοποιεί πόσο σημαντικό είναι αυτό για μένα.

βλέπω, προσέχω

(notar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vejo que os mineiros estão em greve de novo, de acordo com o jornal.

καταλαβαίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
É difícil dizer quem é nessa luz.

προσέχω

verbo transitivo (prestar atenção)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κπ να καταλάβει κτ, δίνω σε κπ να καταλάβει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιάνει το μάτι μου

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando eu percebi de relance minha aparência no espelho, eu imediatamente corri para o meu closet para me trocar.
Όταν παρατήρησα την εμφάνισή μου στον καθρέφτη, έτρεξα αμέσως πίσω στη ντουλάπα μου για να αλλάξω.

παρεξηγώ

(BRA) (κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian entendeu errado quando Lauren o convidou para um almoço e veio para o café da manhã.
Ο Μπράιαν δεν κατάλαβε τη Λώρεν όταν τον κάλεσε για μεσημεριανό και εμφανίστηκε για πρωινό.

παραβλέπω, αγνοώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George reprovou no exame porque ele não percebeu diversos erros em seu trabalho.
Ο Τζορτζ δεν πέρασε στις εξετάσεις επειδή αγνόησε κάποια λάθη στη δουλειά του.

παρεξηγώ

(BRA) (κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sempre que os país de João tentavam ajudá-lo, ele entendia errado e achava que eles estavam tentando dificultar a vida dele.
Κάθε φορά που οι γονείς του Τζον προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν, το παρεξηγούσε και νόμιζε πως προσπαθούσαν να του κάνουν τη ζωή του πιο δύσκολη.

γίνομαι κατανοητός

locução verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Eu preciso fazer meu filho perceber que as drogas não são a resposta!
Πρέπει να κάνω τον γιο μου να καταλάβει πως τα ναρκωτικά δεν είναι η λύση!

ανακαλύπτω, μαθαίνω

expressão

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταλαβαίνω ότι/πως

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του perceber στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.