Τι σημαίνει το persuadir στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης persuadir στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του persuadir στο ισπανικά.

Η λέξη persuadir στο ισπανικά σημαίνει πείθω, πείθω, κερδίζω, πείθω, κάνω, κάνω, επηρεάζω, πείθω, πείθω, μεταπείθω, πείθω, πείθω, πείθω κπ για κτ, που μπορεί να πειστεί, δελεάζω, καλοπιάνω, πείθω με γλυκόλογα, καλοπιάνω, πείθω κπ για κτ, ρίχνω, τουμπάρω, πείθω, πείθω κπ να κάνει κτ, καλοπιάνω κπ για να κάνει κτ, πείθω κάποιον να κάνει κάτι με γλυκόλογα, πείθω κπ/κτ να μπει σε κτ, συμφιλιώνω κπ με κτ, εξοικειώνω κπ με κτ, επιβάλλομαι σε κπ για να κάνει κτ, πείθω κπ να κάνει κτ, πείθω κπ για κτ, μεταπείθω κπ για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης persuadir

πείθω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Robert no quería ir a la fiesta, pero Alex logró persuadirlo.
Ο Ρόμπερτ δεν ήθελε να πάει στο πάρτι, αλλά η Άλεξ κατάφερε να τον πείσει.

πείθω

(κπ, κπ ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alice convenció a Emily de que estaba diciendo la verdad.
Η Άλις έπεισε την Έμιλυ πως έλεγε την αλήθεια.

κερδίζω

(με πειθώ ή απάτη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πείθω

verbo pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mike no quiere venir con nosotros, pero le estoy persuadiendo. Mi marido no dejará que mi hija use barniz de uñas, pero le estoy persuadiendo.
Ο Μάικ δε θέλει να έρθει μαζί μας αλλά θα τον πείσω. Ο σύζυγός μου δεν αφήνει την κόρη μου να χρησιμοποιήσει βερνίκι νυχιών αλλά θα τον πείσω.

κάνω

verbo transitivo (καθομ: κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo persuadí para que me diera un aumento de sueldo.
Τον τούμπαρα να μου δώσει αύξηση.

κάνω

(μεταφορικά: πείθω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su discurso nos persuadió y aceptamos su punto de vista.

επηρεάζω, πείθω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jessica estaba segura de que tenía razón, pero al final los argumentos de Dawn la influyeron y cambió de opinión.
Η Τζέσικα ήταν σίγουρη ότι έχει δίκιο, αλλά τελικά τα επιχειρήματα του Ντον την μετέπεισαν και άλλαξε γνώμη.

πείθω, μεταπείθω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sé que tu opinión es muy firme, pero a mí nunca me convencerás.
Ξέρω πως το πιστεύεις ακράδαντα, αλλά δε θα με μεταπείσεις ποτέ.

πείθω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella no quería saber nada de ello al principio, pero su delicada forma de hablar finalmente la convenció (or: persuadió).

πείθω

(κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Wendy convenció a Paula de que le pidiera un aumento al jefe.
Η Γουέντυ έπεισε την Πώλα να ζητήσει αύξηση από το αφεντικό.

πείθω κπ για κτ

Mark convenció a Olivia de la verdad de su argumento.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Κώστας έπεισε τον διευθυντή του για την αναγκαιότητα αυτού του πρότζεκτ.

που μπορεί να πειστεί

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δελεάζω

(κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ann trató de persuadir a su jefe para cerrar la oficina temprano los viernes.
Η Ανν προσπάθησε να πείσει το αφεντικό της να κλείνει το γραφείο νωρίς τις Παρασκευές.

καλοπιάνω

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si quieres permiso para salir temprano de la escuela, tendrás que engatusar un poco al director.

πείθω με γλυκόλογα

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cada vez que mi hija intenta endulzarme el oído, sé que está tramando algo.

καλοπιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es terco, pero intenta convencerlo.
Είναι πεισματάρης, αλλά σε παρακαλώ προσπάθησε να τον καλοπιάσεις.

πείθω κπ για κτ

ρίχνω, τουμπάρω

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No puedes convencerme con halagos, ¡no te daré una bicicleta para Navidad y punto final!
Δεν μπορείς να με τουμπάρεις (or: να με καταφέρεις) με κολακείες. Δεν θα πάρεις ποδήλατο για τα Χριστούγεννα κι αυτή είναι η τελική μου απόφαση.

πείθω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No tenía ganas de salir pero mis amigos me convencieron.

πείθω κπ να κάνει κτ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella lo convenció para ir al cine esa noche.
Τον έπεισε να πάνε κινηματογράφο εκείνο το βράδυ.

καλοπιάνω κπ για να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me convencieron de que saliera con ellos el fin de semana.
Με καλόπιασαν για να πάω μαζί τους το σαββατοκύριακο.

πείθω κάποιον να κάνει κάτι με γλυκόλογα

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Δεν κατάφερε να πείσει με γλυκόλογα τη δασκάλα της να της βάλει καλύτερο βαθμό. Μου έκανε ματάκια και μετά με έπεισε με γλυκόλογα να της αγοράσω ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια.

πείθω κπ/κτ να μπει σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Por más que lo intenté, fue imposible convencer a mi gato de entrar en su caja.
Όσο και να προσπαθούσα, ήταν αδύνατον να πείσω τη γάτα μου να μπει στο κλουβάκι.

συμφιλιώνω κπ με κτ, εξοικειώνω κπ με κτ

Una vez que María consiguió que sus hijos aceptaran su relación, todos se llevaron de maravillas con su novio.
Όταν η Μαρία έκανε τα παιδιά της να αποδεχτούν τη νέα σχέση της, τα πήγαιναν πλέον πολύ καλά με τον νέο της σύντροφο.

επιβάλλομαι σε κπ για να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Convenció al jurado de que considerara su inocencia, pero igualmente lo declararon culpable.
Προσπάθησε να επιβάλλει την αθωότητά του στους ενόρκους, αλλά τον έβγαλαν ένοχο ούτως ή άλλως.

πείθω κπ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jessica intentó convencer a su hija de que se comiera las gachas de avena.
Η Τζέσικα προσπάθησε να πείσει την κόρη της να φάει τη βρώμη.

πείθω κπ για κτ, μεταπείθω κπ για κτ

Luke persuadió a Sheila de las bondades de salir a correr cada mañana.
Ο Λουκ προσηλύτισε τη Σίλα στην αξία του καθημερινού τζόγκινγκ.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του persuadir στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.