Τι σημαίνει το personal στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης personal στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του personal στο ισπανικά.

Η λέξη personal στο ισπανικά σημαίνει προσωπικός, προσωπικός, προσωπικό, προσωπικό, μέλος προσωπικού, κατ΄ ιδίαν, τμήμα προσωπικού, τμήμα ανθρώπινου δυναμικού, τμήμα ανθρώπινων πόρων, ξεχωριστός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, μοναδικός, ιδιαίτερος, προσωποποιημένος, ανθρώπινο δυναμικό, μέλος πληρώματος, ανθρώπινο δυναμικό, εγωισμός, εγωκεντρισμός, εγωκεντρισμός, Προσωπικός Ψηφιακός Οδηγός, ΜΑΠ, προσωπικό σερβιρίσματος, πλύσιμο, αυτοβελτίωση, που δεν έχει αρκετό προσωπικό, ανεπαρκώς επανδρωμένος, που έχει έλλειψη προσωπικού, που έχει έλλειψη εργατικών χεριών, ad hominem, υποστελεχωμένος, επάνδρωση, εταιρεία πρόσληψης προσωπικού, υπέρμετρη στελέχωση, οικιακός βοηθός, βοηθός αγορών, υπηρετικό προσωπικό, συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο, πλήρωμα, προσωπικό εδάφους, στρατιωτική ταυτότητα, μάγειροι, προσωπικό κουζίνας εστιατορίου, υπεύθυνος γραφείου, διευθυντής, προσωπική φιλοδοξία, εμφάνιση, προσωπική αλληλογραφία, προσωπική αλληλογραφία, προσωπική αντωνυμία, ατομική ευθύνη, προσωπικό στυλ, διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχης, διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχης, κατάσταση ή κατάλογος ασθενούντων, αίθουσα προσωπικού, γραμματέας, προσωπική υγιεινή, προσωπικά δεδομένα, προσωπικός γυμναστής, διοικητικό προσωπικό, διοικητικό προσωπικό, διδασκαλία σε στελέχη επιχειρήσεων, κινητικότητα προσωπικού, γυμναστής, γυμνάστρια, προσωπικό ξενοδοχείου, προσωπικά στοιχεία, σύσταση, προσωπική σχέση, προσωπικό ασφαλείας, προσωπική αιτιολόγηση, ίδια δικαιολόγηση, προσωπική ανάπτυξη, προσωπική εξέλιξη, αυτοβοήθεια, αξιολόγηση προσωπικού, συνέλευση προσωπικού, συνάντηση προσωπικού, πρόσληψη επιπλέον προσωπικού, τεχνικό προσωπικό σκηνής, άτομα που δουλεύουν σε περίπτερο έκθεσης, αντωνυμία σε ονομαστική, ορκωτό προσωπικό, ομάδα δακτυλογράφων, προσωπική υγιεινή, προσωπικός αριθμός ταυτοποίησης, προσωπικό γηπέδου, προσωπικό όφελος, πλεονασμός προσωπικού, υπεύθυνος προσωπικού, υπεύθυνη προσωπικού, προσωπικό του τμήματος πωλήσεων, εκπαιδευτικό προσωπικό, έχω συμφέρον, κενός, εργαζόμενος στα ΜΜΕ, ολοκληρωτική υποστήριξη, προσωπικό στυλ, βοηθός, προσωπικό εδάφους, απασχολώ περισσότερο προσωπικό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης personal

προσωπικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta es mi taza de café personal.

προσωπικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ella le brindó su atención personal al asunto.

προσωπικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La compañía quiere contratar más personal pronto. ¿Cuánto personal tiene tu escuela?

προσωπικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Necesitamos enviarle un memo a todo el personal para avisarles sobre los cambios en la compañía.
Πρέπει να στείλουμε ένα υπόμνημα σε όλο το προσωπικό για να τους ενημερώσουμε για τις αλλαγές μέσα στην εταιρεία.

μέλος προσωπικού

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El personal debe hacer un periodo de prueba de seis meses.

κατ΄ ιδίαν

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

τμήμα προσωπικού, τμήμα ανθρώπινου δυναμικού, τμήμα ανθρώπινων πόρων

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Asegúrate de avisarle a personal sobre tu cambio de domicilio para que puedan mantener actualizados los registros.
Βεβαιώσου πως θα ενημερώσεις το τμήμα προσωπικού για την αλλαγή στη διεύθυνσή σου ώστε να είναι επικαιροποιημένος ο φάκελός σου.

ξεχωριστός, ιδιαίτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El pintor tiene un estilo muy personal.

ξεχωριστός, μοναδικός, ιδιαίτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προσωποποιημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El libro personalizado tenía una hermosa dedicatoria del autor.

ανθρώπινο δυναμικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μέλος πληρώματος

(colectivo)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Se le ordenó a la tripulación que aseara la cubierta.

ανθρώπινο δυναμικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εγωισμός, εγωκεντρισμός, εγωκεντρισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Su egoísmo impide que note el sufrimiento de otros.
Η εγωπάθειά του τον εμποδίζει να αντιληφθεί τα δεινά των άλλων.

Προσωπικός Ψηφιακός Οδηγός

(sigla en inglés) (κινητή συσκευή)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ΜΑΠ

(sigla) (σντμ: μέσα ατομικής προστασίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

προσωπικό σερβιρίσματος

(σερβιτόρα, μπαρμαν)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πλύσιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El aseo diario es un buen hábito.
Το καθημερινό πλύσιμο είναι μια συνήθεια που είναι καλό να αποκτήσεις.

αυτοβελτίωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που δεν έχει αρκετό προσωπικό

ανεπαρκώς επανδρωμένος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που έχει έλλειψη προσωπικού, που έχει έλλειψη εργατικών χεριών

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ad hominem

(latinismo) (λατινικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
El juez objetó el argumento ad hominem del abogado y le ordenó que se atuviera a los hechos.

υποστελεχωμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επάνδρωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El hospital no ha tenido una dotación de personal adecuada en años.
Το νοσοκομείο δεν είχε επαρκή επάνδρωση για χρόνια.

εταιρεία πρόσληψης προσωπικού

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Había muchas empresas de selección de personal en la feria de empleo universitaria.

υπέρμετρη στελέχωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οικιακός βοηθός

(formal)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Descubrieron que había empleado a una inmigrante ilegal como personal de servicio doméstico.

βοηθός αγορών

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Kylie trabaja como asistente de compras en una megatienda.

υπηρετικό προσωπικό

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La empresa contrata a la mayoría de su personal de servicio en el extranjero.
Το πρακτορείο προσλαμβάνει υπηρετικό προσωπικό κυρίως από το εξωτερικό.

συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando se discuten cosas como estas suele ser mejor un encuentro personal.

πλήρωμα, προσωπικό εδάφους

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στρατιωτική ταυτότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μάγειροι, προσωπικό κουζίνας εστιατορίου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El personal de cocina debe ser escrupuloso con la higiene porque se encarga de la comida.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το προσωπικό μιας κουζίνας εστιατορίου πρέπει να είναι σχολαστικό με την υγιεινή, αφού όλα τα τρόφιμα περνάνε από τα δικά τους χέρια.

υπεύθυνος γραφείου, διευθυντής

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La jefa de personal aclaró que ella no era una secretaria, ni siquiera una secretaria ejecutiva.

προσωπική φιλοδοξία

Conquistar la cima del Everest fue su ambición personal.

εμφάνιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Claire siempre se preocupa mucho por su apariencia personal.

προσωπική αλληλογραφία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Guardo mi correspondencia personal en un cajón bajo llave.

προσωπική αλληλογραφία

nombre femenino

La actriz gozaba recibiendo cartas personales de sus tantos admiradores. El la época de los mensajes de texto y el correo electrónico, las cartas personales están en peligro de quedarse anticuadas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είναι δυνατόν να διάβασες την προσωπική μου αλληλογραφία;

προσωπική αντωνυμία

(gramática)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En lugar de decir "Mary está aquí" podemos reemplazar "Mary" con el pronombre personal "ella".

ατομική ευθύνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Es responsabilidad personal de cada individuo el cuidar a su vecino.

προσωπικό στυλ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Muchas tendencias de moda comienzan como el estilo personal de un individuo.

διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le envíe mi CV y una carta de presentación al gerente de personal.

κατάσταση ή κατάλογος ασθενούντων

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αίθουσα προσωπικού

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γραμματέας

nombre ambiguo en cuanto al género (formal)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La abogada solicitó un asistente personal para su nuevo estudio.

προσωπική υγιεινή

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El cuidado personal es el concepto básico del aseo, limpieza y cuidado de nuestro cuerpo.

προσωπικά δεδομένα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
¿Compartís tu información personal/datos personales con extraños?

προσωπικός γυμναστής

nombre ambiguo en cuanto al género (anglicismo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mi personal trainer me hace correr una hora todos los días.

διοικητικό προσωπικό

locución nominal masculina

El personal administrativo está descontento.

διοικητικό προσωπικό

Todos en el equipo administrativo prefieren que se los llame asistentes administrativos antes que secretarios.

διδασκαλία σε στελέχη επιχειρήσεων

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κινητικότητα προσωπικού

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γυμναστής, γυμνάστρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

προσωπικό ξενοδοχείου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El personal del hotel fue sumamente amigable y nos ayudó mucho.

προσωπικά στοιχεία

locución nominal femenina

Llene el formulario de solicitud con su información personal y fírmelo.

σύσταση

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Necesito listar tres referencias personales para mi nuevo trabajo.

προσωπική σχέση

προσωπικό ασφαλείας

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προσωπική αιτιολόγηση, ίδια δικαιολόγηση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mandé a mi empresa una justificación personal de ausencia por motivo de enfermedad.

προσωπική ανάπτυξη, προσωπική εξέλιξη

locución nominal masculina

αυτοβοήθεια

(τεχνικές αυτοβελτίωσης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nuestra sociedad individualista está obsesionada con el desarrollo personal.

αξιολόγηση προσωπικού

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συνέλευση προσωπικού, συνάντηση προσωπικού

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πρόσληψη επιπλέον προσωπικού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τεχνικό προσωπικό σκηνής

(θέατρο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άτομα που δουλεύουν σε περίπτερο έκθεσης

nombre masculino (anglicismo)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Cualquier duda, consulte con el personal del stand, es el número 18.

αντωνυμία σε ονομαστική

(gramática) (γραμματική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ορκωτό προσωπικό

nombre masculino

ομάδα δακτυλογράφων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προσωπική υγιεινή

locución nominal femenina

Sus padres no les enseñaron higiene personal.

προσωπικός αριθμός ταυτοποίησης

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

προσωπικό γηπέδου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El personal del campo de deportes está preparando el campo para el partido de fútbol.

προσωπικό όφελος

πλεονασμός προσωπικού

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

υπεύθυνος προσωπικού, υπεύθυνη προσωπικού

προσωπικό του τμήματος πωλήσεων

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εκπαιδευτικό προσωπικό

έχω συμφέρον

locución verbal (malicioso)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κενός

locución adjetiva (θέση εργασίας κλπ.: χωρίς προσωπικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El puesto de guardia sin personal dio a los prisioneros la oportunidad de escapar.

εργαζόμενος στα ΜΜΕ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ολοκληρωτική υποστήριξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En un mundo ideal, un docente tiene tiempo de darle a cada alumno un apoyo personal.

προσωπικό στυλ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βοηθός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
El asistente personal de Nancy le pasó una llamada a su teléfono móvil.

προσωπικό εδάφους

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El personal de tierra del aeropuerto está acostumbrado a las demoras en los aviones.

απασχολώ περισσότερο προσωπικό

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του personal στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του personal

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.