Τι σημαίνει το pile στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pile στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pile στο Γαλλικά.

Η λέξη pile στο Γαλλικά σημαίνει ακριβώς, ένας σωρός, μπαταρία, στοίβα, μπαταρία, συσσωρευτής, καταχωρητής, θρυμματισμένος, γράμματα, γράμματα, ακριβώς, ακριβώς, ακριβώς, σπασμένος, σωρός, τούμπα, ακριβώς, συνονθύλευμα, σωριάζομαι, σωρός, βάθρο, ακριβής, σωρός, ακριβώς, ακριβώς, πυλώνας, θρυμματίζω, κόβω σε κομματάκια, αλέθω, ακριβώς απέναντι, αυτό χρειάζεται, συσσωρευτής,, αεικίνητος, μπαταρία νικελίου-καδμίου, παίζω κορώνα - γράμματα, στρογγυλή μπαταρία, παιχνίδι στοιχημάτων που παίζεται με νομίσματα, κορώνα ή γράμματα, χάνω, στρίβω κέρμα, κερδίζω στο στρίψιμο νομίσματος, ρίχνω κτ κορώνα γράμματα, ισχυρός, πανίσχυρος, δραστήριος, δυναμικός, μέσα στην ενέργεια, σωρός, γυρίζω, το ρίχνω κορώνα γράμματα, το παίζω κορώνα γράμματα, δημιουργώ κτ σε κπ, κορώνα γράμματα, σωρός, περιστροφή, κυψέλη καυσίμου, -, κορώνα ή γράμματα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pile

ακριβώς

(heure)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il est 5 heures pile.

ένας σωρός

(figuré) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai une pile de travail à faire cette semaine.
Έχω ένα σωρό δουλειά να κάνω αυτήν την εβδομάδα.

μπαταρία

(petite, ronde, ne se recharge pas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La radio portable fonctionne à l'aide de quatre piles AA.
Το φορητό ραδιόφωνο χρειάζεται τέσσερις μπαταρίες τύπου ΑΑ.

στοίβα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il y avait un tas de copies sur le bureau de l'enseignante qui attendaient d'être corrigés.
Πάνω στο γραφείο του δασκάλου υπήρχε μια στοίβα γραπτών που περίμεναν να βαθμολογηθούν.

μπαταρία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συσσωρευτής, καταχωρητής

nom féminin (Informatique) (πληροφορική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

θρυμματισμένος

adjectif (glace)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

γράμματα

nom féminin (inverse de "face") (νόμισμα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Face, je gagne, pile, tu gagnes.
Αν το νόμισμα βγάλει κορόνα κερδίζω εγώ· αν βγάλει γράμματα κερδίζεις εσύ.

γράμματα

interjection (νόμισμα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Tu veux pile ou face ? Pile !
Θέλεις κορόνα ή γράμματα στο στρίψιμο του νομίσματος; Γράμματα!

ακριβώς

(familier)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'arbre s'est abattu pile là où on était.

ακριβώς

(heure)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Merci d'être au rendez-vous à trois heures pile.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ραντεβού στις δέκα νταν. Μην αργήσεις!

ακριβώς

adverbe (familier)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il est revenu en dix minutes pile.

σπασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

σωρός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le travailleur a empilé les roches pour en faire un tas.
Ο εργάτης έφτιαξε μια στοίβα από πέτρες.

τούμπα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les archéologues ont trouvé un tas qui pourrait contenir une tombe dans un champ de fermier.
Ο αρχαιολόγος βρήκε μια τούμπα που ίσως περιέχει έναν τάφο στο χωράφι ενός αγρότη.

ακριβώς

(heure)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La fête s'est finie à minuit tapante.
Το πάρτι τελείωσε μεσάνυχτα νταν.

συνονθύλευμα

(λόγιος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σωριάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il y avait tout un tas de chaussures en vrac dans son placard.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο μποξέρ σωριάστηκε όταν δέχθηκε χτύπημα στο πηγούνι.

σωρός

(de vêtements, jouets)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tom avait un gros tas de linge à laver.
Ο Τομ είχε να πλύνει έναν μεγάλο σωρό από άπλυτα.

βάθρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les piliers du pont doivent être réparés.

ακριβής

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σωρός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Une chambre d'adolescent a souvent un tas de linge sale par terre.
Οι έφηβοι συχνά έχουν μια στοίβα βρώμικα ρούχα στο πάτωμα του υπνοδωματίου τους.

ακριβώς

(position)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Notre hôtel était en plein milieu du quartier chaud.
Το ξενοδοχείο μας ήταν ακριβώς στη μέση της περιοχής με τα κόκκινα φανάρια.

ακριβώς

(très exactement)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La ferme est en plein sud d'ici.
Το αγρόκτημα είναι ακριβώς νότια από εδώ.

πυλώνας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

θρυμματίζω

verbe transitif (de la glace)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pilez la glace à l'aide d'un blender.
Θρυμμάτισε τον πάγο σε ένα μπλέντερ.

κόβω σε κομματάκια

(κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλέθω

(écraser)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le cuisinier a réduit les bâtons de cannelle en poudre.
Ο μάγειρας άλεσε τα ξύλα κανέλας σε σκόνη.

ακριβώς απέναντι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le café dans lequel j'aime déjeuner est juste en face de la banque.

αυτό χρειάζεται

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
De l'aspirine ? Voilà ce qu'il faut pour une vilaine migraine.
Πάρε μια ασπιρίνη - αυτό χρειάζεται για τον πονοκέφαλο.

συσσωρευτής,

(είδος μπαταρίας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αεικίνητος

nom féminin (figuré)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

μπαταρία νικελίου-καδμίου

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παίζω κορώνα - γράμματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Avant le début d'à peu près chaque match de sport, il y a un tirage à pile ou face pour savoir laquelle des deux équipes commence.

στρογγυλή μπαταρία

nom féminin

παιχνίδι στοιχημάτων που παίζεται με νομίσματα

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κορώνα ή γράμματα

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάνω

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στρίβω κέρμα

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κερδίζω στο στρίψιμο νομίσματος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρίχνω κτ κορώνα γράμματα

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ισχυρός, πανίσχυρος

nom féminin (familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'équipe de l'année dernière était une pile électrique pleine de talent.

δραστήριος, δυναμικός

nom féminin (figuré)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μέσα στην ενέργεια

nom féminin (figuré : très actif) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ce gamin est une vrai pile électrique ! Il ne tient pas en place !

σωρός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Peter a empilé un gros tas de patates dans son assiette.
Ο Πίτερ έβαλε ένα βουνό πουρέ στο πιάτο του.

γυρίζω

(une crêpe) (στον αέρα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim fit sauter la crêpe dans la poêle.
Ο Τζιμ γύρισε την τηγανίτα στο τηγάνι.

το ρίχνω κορώνα γράμματα, το παίζω κορώνα γράμματα

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les deux amis n'arrivaient pas à décider quel film regarder alors ils ont tiré à pile ou face.
Οι δύο φίλοι δεν μπορούσαν να αποφασίσουν πια ταινία θα δούνε και γι' αυτό έστριψαν ένα νόμισμα.

δημιουργώ κτ σε κπ

locution verbale

Ma grand-mère sait vraiment comment me faire culpabiliser : si je ne vais pas la voir pendant quelques jours, elle me fait me sentir extrêmement coupable.

κορώνα γράμματα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ben a remporté le tirage à pile ou face, alors le groupe est allé voir le film de son choix.
Το έπαιξαν κορώνα γράμματα και ο Μπεν κέρδισε, οπότε η παρέα πήγε να δει την ταινία της επιλογής του.

σωρός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il y a un tas de linge sale dans la buanderie.
Υπάρχει μια στοίβα βρώμικα ρούχα στο πλυσταριό.

περιστροφή

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nous avons vu le poisson se retourner dans l'eau avant de s'en aller.
Είδαμε την περιστροφή του ψαριού στο νερό πριν φύγει κολυμπώντας.

κυψέλη καυσίμου

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La clé rentre tout juste dans la serrure.
Το κλειδί ταιριάζει ακριβώς στην κλειδαριά.

κορώνα ή γράμματα

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pile στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.