Τι σημαίνει το pincho στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pincho στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pincho στο ισπανικά.
Η λέξη pincho στο ισπανικά σημαίνει τρυπάω, τρυπώ, τρυπάω, τρυπώ, τσιμπάω, τρυπάω, τρυπώ, κάνω κλικ, τρυπάω, τρυπώ, τρυπώ, σκουντώ, χτυπάω, μαχαιρώνω, βάζω κοριό σε κτ, μαχαιρώνω, τρώω ανάμεσα στα γεύματα, βαράω φλέβα, πειράζω, τσιμπολογάω, παρακολουθώ, τρυπάω, τρυπώ, σκουντάω, σκουντώ, καρφιτσώνω, τσιτώνω, τσιτώνομαι, σούβλα, καλαμάκι, μαχαίρι, αυτοσχέδιο μαχαίρι, ακίδα, αγκάθι, κοφτερό σημείο, αγκάθι, βάζω κοριό στο τηλέφωνο, κάνω κλικ σε κτ, επιλέγω, πικάρω, τσιγκλάω, πιέζω, ρίχνω, λύνω τα μάγια, πειράζω, κοροϊδεύω, παγιδεύω, κοριός, πειράζω κπ για κτ, κοροϊδεύω κπ για κτ, καρφώνω, τρυπάω, τρυπώ, σκουντάω κπ με κτ, πειράζω κπ για κτ, βάζω κοριό σε κπ, τα πρήζω, παίζω, καρφώνω, φαγουρίζω, ξύνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pincho
τρυπάω, τρυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El prendedor pinchó el dedo de Martha. Η καρφίτσα τρύπησε το δάκτυλο της Μάρθας. |
τρυπάω, τρυπώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Emily tomó un alfiler y pinchó el globo, que se desinfló. |
τσιμπάωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡Ouch! ¡Esas espinas pinchan! |
τρυπάω, τρυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pincha la base de la masa con un tenedor y después hornéala hasta que esté dorada. |
κάνω κλικ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Haz clic aquí para volver a la página de inicio. Κάνε κλικ εδώ για να επιστρέψεις στην αρχική σελίδα. |
τρυπάω, τρυπώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fue un pedazo de vidrio lo que pinchó tus neumáticos. |
τρυπώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El clavo pinchó el neumático de la bici. |
σκουντώverbo transitivo (ανάλογα με την περίπτωση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χτυπάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me pinchó en el costado del cuerpo y me dijo que hiciera silencio. Μου έριξε μία στα πλευρά και είπε «Σσσ!». |
μαχαιρώνω(coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζω κοριό σε κτ(coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El FBI pinchó la oficina para atrapar al sospechoso. Το FBI έβαλε κοριό στο γραφείο για να συλλάβει τον ύποπτο. |
μαχαιρώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τρώω ανάμεσα στα γεύματα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) John siempre está picoteando, pero no engorda nada. Ο Τζον πάντα τσιμπολογά, αλλά ποτέ δε παίρνει βάρος. |
βαράω φλέβα
|
πειράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los compañeros de Patricia se enteraron de que le gustaba Henry y lo burlan sin clemencia. Οι συμμαθητές της Πατρίτσια είχαν μάθει ότι της άρεσε ο Χένρι και την πείραζαν αλύπητα. |
τσιμπολογάω(comer) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nunca como de verdad, siempre picoteo durante todo el día. |
παρακολουθώ(π.χ. τις κλήσεις, κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Adrian sospechaba que alguien intervenía sus llamadas. |
τρυπάω, τρυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La lanza se clavó en el brazo de Henry. |
σκουντάω, σκουντώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pícalo con el codo y se despertará. Σκούντηξέ τον με τον αγκώνα σου και θα ξυπνήσει. |
καρφιτσώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) James sujetó el póster en el corcho de noticias con un alfiler. Ο Τζέιμς καρφίτσωσε την αφίσα στον πίνακα ανακοινώσεων. |
τσιτώνω, τσιτώνομαι(καθομ, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pude ver que se ponía a la defensiva ante la posibilidad de que la culparan del incidente. |
σούβλα(μεγάλη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mujer puso cubos de carne y vegetales en los pinchos para la barbacoa. |
καλαμάκι(κομμάτια κρέατος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μαχαίριnombre masculino (χρήση ως όπλο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αυτοσχέδιο μαχαίριnombre masculino |
ακίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los barrotes terminaban en punta. Ο εκδότης της εφημερίδας έχει ένα καρφί πάνω στο γραφείο του για να αρχειοθετεί τα αχρησιμοποίητα ρεπορτάζ. |
αγκάθι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Es buena idea ponerse guantes para cortar rosas por las espinas. Είναι καλή ιδέα να φοράς γάντια όταν κόβεις τριαντάφυλλα επειδή έχουν αγκάθια. |
κοφτερό σημείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αγκάθι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Las espinas del erizo lo protegen de sus predadores. |
βάζω κοριό στο τηλέφωνοlocución verbal (coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Creo que me han pinchado el teléfono: hace ruidos raros. |
κάνω κλικ σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Haz clic en este enlace para ver una lista de las preguntas frecuentes. Κάνε κλικ σε αυτόν τον σύνδεσμο για να δεις μια λίστα με τις πιο συχνές ερωτήσεις. |
επιλέγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Haz click en el ícono del programa para abrirlo. |
πικάρω, τσιγκλάω(figurado) (ανεπίσημο, καθομ, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jefe pinchaba a Jeff constantemente acerca de su trabajo. Το αφεντικό του Τζεφ τον τσιγκλούσε συνέχεια για τη δουλειά του. |
πιέζω(cocina) (να ενωθούν) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pellizca los bordes de la pasta para unirlos. |
ρίχνω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Está muy entusiasmado, ni se te ocurra decir nada para desanimarlo. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Ντόρις παραδέχτηκε ότι η ζωή την έκανε να χάσει τις ελπίδες της. |
λύνω τα μάγια(figurado) |
πειράζω, κοροϊδεύω(coloquial, enfadar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παγιδεύω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κοριός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πειράζω κπ για κτ, κοροϊδεύω κπ για κτ
|
καρφώνω, τρυπάω, τρυπώ(μεταφορικά: κπ με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Ay! ¡Me acabas de pinchar con tu lápiz! |
σκουντάω κπ με κτ
Me golpeó con su bastón y me dijo que me alejara de su jardín. |
πειράζω κπ για κτ
Los compañeros de Adam lo burlaban por su ropa. Οι συνάδελφοι του Άνταμ τον δούλευαν για το γούστο του στα ρούχα. |
βάζω κοριό σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La policía empezó a colocarle micrófonos ocultos hace ocho meses. Η αστυνομία άρχισε να τον παρακολουθεί με κοριούς πριν από οχτώ μήνες. |
τα πρήζω(CR) (καθομ: σε κπ για να κάνει κτ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Siguió puyándolo para que obedeciera las reglas. Συνέχισε να του τα πρήζει για να τον κάνει να ακολουθήσει τους κανόνες. |
παίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Quién pincha los discos esta noche en el Astoria? |
καρφώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El contador pinchó la factura con un alfiler. |
φαγουρίζω, ξύνω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La etiqueta de la camisa me pincha, voy a tener que cortarla. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pincho στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του pincho
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.