Τι σημαίνει το pintar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pintar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pintar στο ισπανικά.

Η λέξη pintar στο ισπανικά σημαίνει βάφω, ζωγραφίζω, ζωγραφίζω, βάφω, βάφω, περιγράφω, σχεδιάζω, ζωγραφίζω, βάφω, βάφω, βάψιμο, βελτιώνω, χρωματίζω, άβαφος, άβαφτος, βιβλίο ζωγραφικής, κύλινδρος βαφής, διακόσμηση κοιλιάς εγκύου, εκδρομή για ζωγραφική, υλικά ζωγραφικής, ζωγραφίζω μια εικόνα, βάφω με σπρέι, χρησιμοποιώ κηρομπογιές, χρησιμοποιώ παστέλ, ζωγραφίζω με τα χέρια, ζωγραφίζω σε γύψινη επιφάνεια, βάφω με σπρέι, βάφω με αερογράφο, κάνω κπ/κτ να φαίνεται ως κτ, στήνω το σκηνικό, φτιάχνω το σκηνικό, κάνω κτ ριγέ, βάφω κτ ριγέ, ζωγραφίζω κτ με κηρομπογιές, ζωγραφίζω κτ με παστέλ, ψεκάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pintar

βάφω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él pintó la pared.
Έβαψε τον τοίχο.

ζωγραφίζω

verbo transitivo (arte)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella pintó un cuadro al óleo.
Ζωγράφισε έναν πίνακα με λαδομπογιά.

ζωγραφίζω

verbo intransitivo (arte)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ella adora pintar.

βάφω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Está haciendo trabajos en la casa y se pasó todo el día pintándola.

βάφω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él pintó el cuarto de azul.

περιγράφω

verbo transitivo (con palabras)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El libro pintaba la imagen de una familia ideal.

σχεδιάζω, ζωγραφίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le gusta pasar el tiempo dibujando.

βάφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fred pintó la madera de un color más oscuro.
Ο Φρεντ έβαψε το ξύλο με ένα πιο σκούρο χρώμα.

βάφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Lo pintaste tu o contrataste pintores?

βάψιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Llevó cinco horas la pintada de todo el comedor.
Το βάψιμο του δωματίου κράτησε πέντε ώρες.

βελτιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Shaun aprovechó el tiempo que estuvo desempleado mejorando su CV.

χρωματίζω

(προσθέτω χρώμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La muchacha coloreó un árbol en su hoja de papel.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αποφάσισε να βάψει τον τοίχο κόκκινο.

άβαφος, άβαφτος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βιβλίο ζωγραφικής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κύλινδρος βαφής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un rodillo de pintar es útil para pintar grandes áreas. Estoy usando un rodillo de pintura para pintar la pared de mi habitación.

διακόσμηση κοιλιάς εγκύου

locución verbal (mujeres embarazadas)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εκδρομή για ζωγραφική

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los artistas no se iban de picnic o de excursión para pintar, sino que reflejaban el medio en que vivían.

υλικά ζωγραφικής

nombre masculino plural

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Compré todos los materiales para pintar en la ferretería de acá a la vuelta.

ζωγραφίζω μια εικόνα

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάφω με σπρέι

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Martina pintó los detalles del mural con aerógrafo.

χρησιμοποιώ κηρομπογιές, χρησιμοποιώ παστέλ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los niños pintaron con ceras en la clase de arte.
Τα παιδιά ζωγράφιζαν με κηρομπογιές στο μάθημα των καλλιτεχνικών.

ζωγραφίζω με τα χέρια

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando pinta con los dedos él usa los dedos, el reverso de la mano y hasta el antebrazo.

ζωγραφίζω σε γύψινη επιφάνεια

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El pintor pintó el techo de la iglesia al fresco.

βάφω με σπρέι, βάφω με αερογράφο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pintó su auto con aerosol pero le quedó todo manchado.

κάνω κπ/κτ να φαίνεται ως κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La prensa lo pinta como el mejor cantante desde Elvis, pero no es tan bueno.
Ο τύπος τον παρουσιάζει ως τον καλύτερο τραγουδιστή απ' την εποχή του Έλβις, αλλά δεν είναι και τόσο καλός.

στήνω το σκηνικό, φτιάχνω το σκηνικό

locución verbal (figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Έστησε το σκηνικό για το κοινό με την περιγραφή του.

κάνω κτ ριγέ, βάφω κτ ριγέ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Carol pintó franjas azules y amarillas en las paredes.

ζωγραφίζω κτ με κηρομπογιές, ζωγραφίζω κτ με παστέλ

(σχέδιο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El niño enseguida pintó con ceras un dibujo de un pato.

ψεκάζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amy sacó la lata de pintura y pintó la pared con el aerosol.
Η Έιμι έβγαλε το δοχείο με την μπογιά και ψέκασε τον τοίχο.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pintar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.