Τι σημαίνει το placer στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης placer στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του placer στο ισπανικά.

Η λέξη placer στο ισπανικά σημαίνει ευχαρίστηση, απόλαυση, χαρά, αναψυχή, χαρά, ευχαρίστηση, χαρά, πάθος, χαρά, απόλαυση, ευχαρίστηση, απόλαυση, ευχαρίστηση, ενθουσιασμός, προσχωματικό κοίτασμα, μασουλάω, που δεν προσφέρει χαρά, ευχαριστώ, με μεγάλη ευχαρίστηση, Χαίρω πολύ, χάρηκα, χαίρω πολύ, χάρηκα, Τίποτα!, έντονη απόλαυση, αισθησιασμός, ταξίδι αναψυχής, σαρκική απόλαυση, ερωτική διέγερση/ικανοποίηση/απόλαυση, χάρμα οφθαλμών, γευστική εμπειρία, απολαμβάνω, χαίρομαι, προσφέρω χαρά, απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι, ευχαρίστως, σαρκική απόλαυση, απόλαυση, παθιάζομαι με κάτι, ευχάριστος, πληρότητα, αγαλλίαση, ευχαρίστησης, ικανοποίησης, χαίρομαι, με χαρά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης placer

ευχαρίστηση, απόλαυση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Comer chocolate le proporciona un gran placer.
Η Σάλι νιώθει μεγάλη ευχαρίστηση όταν τρώει σοκολάτα.

χαρά

(formal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un placer conocerte.
Είναι χαρά μου που σας γνωρίζω.

αναψυχή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Viajas por negocios o por placer?
Ταξιδεύεις για δουλειά ή αναψυχή;

χαρά, ευχαρίστηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La jardinería era su único placer.

χαρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El placer de Sara de ver a su vieja amiga era obvio por su gran sonrisa.
Η χαρά της Σάρα βλέποντας τον παλιό της φίλο φαινόταν από το πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό της.

πάθος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Steve siente un verdadero placer por la vida.
Ο Στιβ έχει πραγματικά όρεξη για ζωή.

χαρά

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La lectura era su placer.

απόλαυση, ευχαρίστηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jugar el golf es el único placer de Larry.

απόλαυση, ευχαρίστηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El gozo de los niños con el pastel era obvio por la manera en que se lo comieron todo.
Ήταν ολοφάνερη η ευχαρίστηση των παιδιών από τον τρόπο με τον οποίο καταβρόχθισαν το κέικ.

ενθουσιασμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Carrie no podía más de gusto cuando vio la vista desde el balcón de su hotel.
Η Κάρι δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό της όταν είδε τη θέα από το μπαλκόνι στο δωμάτιο του ξενοδοχείου.

προσχωματικό κοίτασμα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μασουλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estaba saboreando una manzana cuando se me rompió un diente.
Μασούλαγα ένα μήλο όταν έσπασε το δόντι μου.

που δεν προσφέρει χαρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ευχαριστώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sabe cómo agradar.

με μεγάλη ευχαρίστηση

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

Χαίρω πολύ

(επίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mucho gusto. Es un placer conocerte.

χάρηκα

(formal) (για τη γνωριμία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¡Es un placer conocerlo! Tu hermano me ha contado mucho sobre ti.

χαίρω πολύ, χάρηκα

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Encantado de conocerlo, Mr. Green. ¿Ha tenido un buen viaje?

Τίποτα!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
A: Gracias por lavar el auto. B: De nada.
Α: Ευχαριστώ που μου έπλυνες το αυτοκίνητο. Β: Δεν κάνει τίποτα!

έντονη απόλαυση

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Degustar un vino de tal calidad produce un intenso placer.

αισθησιασμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ταξίδι αναψυχής

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He estado unas cuantas veces en el extranjero este año, pero mi viaje a Hawaii es el único que fue por placer.

σαρκική απόλαυση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Algunos personas experimentan placer sensual cuando su pareja les masajea el cuero cabelludo.

ερωτική διέγερση/ικανοποίηση/απόλαυση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Obtenía poco placer sexual de su relación.

χάρμα οφθαλμών

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Había una cantidad de placeres para los ojos en la fiesta de anoche!

γευστική εμπειρία

(αναφορά στο φαγητό)

A pesar de ser muy afecto a los placeres gastronómicos, se mantiene siempre delgado.

απολαμβάνω, χαίρομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Disfrutaron mucho del hermoso atardecer.

προσφέρω χαρά

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ευχαρίστως

locución interjectiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σαρκική απόλαυση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A menudo siente placer sensual cuando come torta de chocolate.

απόλαυση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tus hijos se portan muy bien, son un placer.
Τα παιδιά σου έχουν τόσο καλή συμπεριφορά, είναι σκέτη απόλαυση.

παθιάζομαι με κάτι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ευχάριστος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πληρότητα, αγαλλίαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jenny y Ron yacían contentos el uno junto al otro en el placer posterior al sexo.
Η Τζένη και ο Ρον ήταν ξαπλωμένοι αγκαλιά απολαμβάνοντας το αίσθημα ικανοποίησης που τους άφησε το σεξ.

ευχαρίστησης, ικανοποίησης

locución adjetiva (σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Ben podía adivinar que Adam había conseguido el trabajo por su expresión de placer.
Ο Μπεν μπορούσε να καταλάβει από την ικανοποιημένη έκφραση του Άνταμ ότι είχε πάρει τη δουλειά.

χαίρομαι

(που κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nos alegramos de desearles un feliz aniversario.

με χαρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του placer στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.