Τι σημαίνει το pneu στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pneu στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pneu στο πορτογαλικά.

Η λέξη pneu στο πορτογαλικά σημαίνει λάστιχα πεπιεσμένου αέρα, δακτύλιος, μπάκα, σαμπρέλα, κοιλάρα, λάστιχο, πτυχή δέρματος, σωσίβιο, ρεζέρβα, ξεφουσκωμένο λάστιχο, κάλυμμα λάστιχου αυτοκινήτου, λιωμένο λάστιχο, φθαρμένο λάστιχο, φαγωμένο λάστιχο, είδος ελαστικών οχημάτων, λάστιχο, λάστιχο slick, ελαστικό slick, λάστιχο τύπου slick, ελαστικό τύπου slick, σημάδι ελαστικών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pneu

λάστιχα πεπιεσμένου αέρα

substantivo masculino (pneu cheio de ar pressurizado)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

δακτύλιος

substantivo masculino (figurado: em forma de anel)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Está crescendo um pneu de gordura ao redor da cintura dele.

μπάκα, σαμπρέλα, κοιλάρα

substantivo masculino (figurado, barriga protuberante) (ΗΠΑ, αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λάστιχο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Preciso comprar dois pneus novos para meu carro.
Πρέπει να αγοράσω δύο καινούρια λάστιχα για το αυτοκίνητό μου.

πτυχή δέρματος

(num corpo) (λόγω παχυσαρκίας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σωσίβιο

(dobra de gordura na pele) (καθομ, μτφ: πάχος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Você podia ver as pregas de gordura quando ele levantava a camisa!

ρεζέρβα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Deixo um estepe no porta-malas do meu carro.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έχω μια ρεζέρβα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου μου.

ξεφουσκωμένο λάστιχο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάλυμμα λάστιχου αυτοκινήτου

(cobertura para um pneu)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λιωμένο λάστιχο, φθαρμένο λάστιχο, φαγωμένο λάστιχο

(όχημα)

Você tem um pneu careca, mas o outro ainda tem borracha nele.

είδος ελαστικών οχημάτων

(tipo de pneu de veículo)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

λάστιχο

substantivo masculino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O pneu do carro estava furado e nós precisamos parar para comprar um novo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μείναμε από λάστιχο σε μια ερημική περιοχή.

λάστιχο slick, ελαστικό slick, λάστιχο τύπου slick, ελαστικό τύπου slick

(anglicismo) (συνήθως πληθυντικός)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σημάδι ελαστικών

substantivo feminino plural

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pneu στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.