Τι σημαίνει το poder στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης poder στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του poder στο ισπανικά.

Η λέξη poder στο ισπανικά σημαίνει μπορώ, μπορώ, μπορώ, εξουσία, εξουσία, δύναμη, μπορώ, μπορώ, μπορεί, δυνατόν, εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα, μπορούσα, θα μπορούσα, μπορώ, θα μπορούσα, θα μπορούσα, θα μπορούσα, μπορώ, μπορώ, πληρεξούσιο, είμαι διαθέσιμος, ισχύς, δύναμη, εντολή, δύναμη, κυβερνών, εξουσιοδότηση, fullback, ανίσχυρος, αδύναμος, αντέχω, υπομένω, μου περισσεύει, έλξη, άυπνος, άγρυπνος, μου έχει δεθεί η γλώσσα κόμπος, μεθυσμένος από την εξουσία, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, μπορεί να υποστηριχθεί, αδύναμα, στην αρμοδιότητα σου, που εξαρτάται από εσένα, στην αρχηγία, βλέπω κτ με δυσκολία, δεν μπορώ, δεν μπόρεσα, δεν μπορώ, στην κατοχή σου, πάνω σου, δεν θα πρέπει να συγχέεται με κπ/κτ, δεν κρατιέμαι, Η εξουσία στον λαό!, νομικό σύστημα, ισχυρός άνθρωπος, κατάχρηση εξουσίας, ισορροπία δυνάμεων, εξισορρόπηση δυνάμεων, απόλυτος έλεγχος, αγοραστική δύναμη, ιδιότητα του να τραβάω τον κόσμο, πλήρης εξουσία, μεγάλη ισχύς, επιρροή, κυβερνών κόμμα, αυθυποβολή, ύπνωση, πηγή ενέργειας, ψήφος με εξουσιοδότηση, πραξικόπημα, δικαίωμα αρνησικυρίας, αγοραστική δύναμη, αγοραστική δύναμη, μόνιμο πληρεξούσιο, καλυπτική ικανότητα, λαϊκή δύναμη, λαϊκή εξουσία, μάχη για την εξουσία, αγοραστής που δεν μπορεί να επηρεάσει την τιμή και τη δέχεται ως έχει, κυβερνώσα δύναμη, υπερφυσική δύναμη, διαπραγματευτική δύναμη, άτομο που ασκεί παρασκηνιακά την εξουσία, εκτελεστική εξουσία, ισχυόμετρο, κατάχρηση εξουσίας, μοχλοί της εξουσίας, δεν μπορώ, ικανός για κτ, δεν μπορώ να περιμένω, δεν κρατιέμαι, δεν μπορώ να μην, δεν μπορώ παρά να, έχω μια εικόνα, έχω μια ιδέα, δεν τα προλαβαίνω όλα, μπορεί, δεν μπορώ να κοιμηθώ, είναι πολύ πιθανό, δεν μπορώ να κάνω κτ, ανυπομονώ, δεν με παίρνει οικονομικά, αποκτώ πρόσβαση σε κτ, έχω αποδείξεις, έχω εξουσία, δεν έχω μούτρα, έχω κόμπο στο λαιμό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης poder

μπορώ

verbo transitivo (έχω την ικανότητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puedo llevarte esas maletas.
Μπορώ να μεταφέρω τις βαλίτσες σου εγώ.

μπορώ

verbo transitivo (έχω δικαίωμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El primer ministro puede convocar a elecciones cuando quiera.
Ο πρωθυπουργός μπορεί να ανακοινώνει εκλογές όποτε θέλει.

μπορώ

verbo transitivo (μου επιτρέπεται)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Puedo tomar tu coche prestado esta noche?
Μπορώ να δανειστώ το αυτοκίνητό σου απόψε;

εξουσία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Después de ganar las elecciones, los demócratas tomaron el poder.
Οι δημοκρατικοί ανέλαβαν την εξουσία όταν κέρδισαν τις εκλογές.

εξουσία, δύναμη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Él es el que tiene de verdad el poder en el gobierno, no el primer ministro.
Αυτός είναι στην πραγματικότητα το μεγάλο κεφάλι στην κυβέρνηση, όχι ο πρωθυπουργός.

μπορώ

verbo transitivo (έχω γνώση, ικανότητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un médico puede dar un tratamiento más integral que una enfermera.

μπορώ

verbo transitivo (έχω την τάση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puede ser verdaderamente pesado en ocasiones.

μπορεί

(είναι πιθανό)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Es posible que pasen cosas así si no llevas cuidado.
Τέτοια πράγματα μπορεί να συμβούν αν δεν προσέχεις.

δυνατόν

verbo transitivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Es más dinero del que una persona podría gastar en una vida. Intenta recordar lo que pasó lo más que puedas.
Προσπάθησε όσο περισσότερο μπορείς για να θυμηθείς τι έγινε.

εξουσιοδότηση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lamentablemente no puedo ir a la reunión, pero le di a Emily mi poder y ella votará e mi nombre.
Δυστυχώς, δε μπορώ να παραβρεθώ στη συνάντηση ο ίδιος. Έχω δώσει όμως την εξουσιοδότησή μου στην Έμιλυ και θα ψηφίσει αντ' εμού.

πληρεξουσιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jones le había otorgado un poder a su esposa.
Ο Τζόουνς έδωσε πληρεξουσιότητα στη γυναίκα του.

μπορούσα

(pretérito imperfecto) (παρατατικός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando Samantha era niña podía trepar árboles altos.
Όταν η Σαμάνθα ήταν μικρή, μπορούσε να σκαρφαλώνει στα δέντρα.

θα μπορούσα

(condicional simple) (τύπος ευγενείας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Podrías sostenerme esto, por favor?
Θα μπορούσες σε παρακαλώ να μου το κρατήσεις;

μπορώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor, ayuda si puedes.
Παρακαλείσθε να βοηθήσετε εάν έχετε τη δυνατότητα..

θα μπορούσα

verbo transitivo (condicional simple) (δυνατότητα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si quisiera, podría ir a la tienda.
Θα μπορούσα να πάω στο κατάστημα αν ήθελα.

θα μπορούσα

verbo transitivo (condicional simple) (πιθανότητα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Podría tener razón.
Θα μπορούσε να έχει δίκιο.

θα μπορούσα

(condicional simple)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Podrías llamarlos y preguntar.
Θα μπορούσες να τους τηλεφωνήσεις και να ρωτήσεις.

μπορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sí, puedes tutearme.

μπορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Puedo tomar algo de beber, por favor?
Μπορώ να έχω ένα ποτό παρακαλώ;

πληρεξούσιο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aquí está el poder de la Sra. Smith que confirma que quiere que yo actúe en su nombre en este caso.

είμαι διαθέσιμος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

ισχύς

(επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La nueva constitución disminuyó la potencia del presidente.
Το νέο σύνταγμα μείωσε την ισχύ του προέδρου.

δύναμη

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El gobierno no tenía autoridad para hacer cumplir la ley.
Η κυβέρνηση δεν είχε τη δύναμη να εφαρμόσει τον νόμο.

εντολή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El diplomático tiene un mandato para actuar en nombre del gobierno.

δύναμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κυβερνών

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Los conflictos con las coaliciones dominantes amenazaban con derrocar al gobierno.
Οι διαμάχες που έχουν ξεσπάση στον κυβερνώντα συνασπισμό απειλούν να ρίξουν την κυβέρνηση.

εξουσιοδότηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los gobernadores pidieron el apoderamiento de tomar decisiones sobre los seguros en sus estados.
Οι κυβερνήτες ζήτησαν εξουσιοδότηση ώστε να λάβουν αποφάσεις για την ασφάλιση στις πολιτείες τους.

fullback

(jugador)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ανίσχυρος, αδύναμος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El alcalde dijo que se sentía impotente sin el apoyo de la policía.
Η δήμαρχος είπε ότι ήταν ανίσχυρη (or: αδύναμη) χωρίς την υποστήριξη της αστυνομίας.

αντέχω, υπομένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El camino a la recuperación es difícil pero eres lo suficientemente fuerte como para superarlo.
Ο δρόμος προς την ανάρρωση είναι δύσκολος, αλλά είσαι αρκετά δυνατή για τον αντέξεις (or: υπομείνεις).

μου περισσεύει

¿Tienes un poco de azúcar extra que me regales?
Σου περισσεύει λίγη ζάχαρη;

έλξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El hombre tenía un cierto magnetismo con las mujeres que no podíamos entender.

άυπνος, άγρυπνος

(λόγιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cuando tienes un bebé, debes esperar noches sin poder dormir.

μου έχει δεθεί η γλώσσα κόμπος

(figurado) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεθυσμένος από την εξουσία

locución adjetiva (μεταφορικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, μπορεί να υποστηριχθεί

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se puede decir que es el mejor candidato a presidente.
Κατά πολλούς, είναι ο καλύτερος υποψήφιος για την προεδρία.

αδύναμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στην αρμοδιότητα σου, που εξαρτάται από εσένα

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στην αρχηγία

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ronald Reagan todavía estaba en funciones cuando me mudé a Estados Unidos.

βλέπω κτ με δυσκολία

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A duras penas podía ver la carretera a causa de la espesa nevada.

δεν μπορώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No puedo escuchar el timbre cuando estoy en el fondo.
Όταν είμαι στο πίσω δωμάτιο δεν μπορώ να ακούσω το κουδούνι.

δεν μπόρεσα

locución verbal (ανάλογα με το πότε)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Andy no pudo venir porque tenía otros planes.

δεν μπορώ

(για να εκφράσω αίτημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿No podría ir con ustedes?

στην κατοχή σου, πάνω σου

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Están en mi poder pero no son realmente míos, les pertenecen a mis sobrinos.

δεν θα πρέπει να συγχέεται με κπ/κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν κρατιέμαι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"A esta hora, la semana que viene estaremos de vacaciones." "¡Estoy ansioso!"
«Την ερχόμενη βδομάδα, τέτοια ώρα θα είμαστε διακοπές». «Δεν κρατιέμαι!»

Η εξουσία στον λαό!

locución interjectiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νομικό σύστημα

locución nominal masculina

El poder judicial de este país es respetado en todo el mundo.

ισχυρός άνθρωπος

(coloquial) (στην πολιτική)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κατάχρηση εξουσίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El rey hizo abuso de poder y abolió la ley.

ισορροπία δυνάμεων, εξισορρόπηση δυνάμεων

(relaciones internacionales)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El equilibrio de poder cambió cuando el rey se enfermó, porque el parlamento ganó independencia.

απόλυτος έλεγχος

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hitler mantuvo el poder absoluto en la Alemania Nazi.

αγοραστική δύναμη

locución nominal masculina

ιδιότητα του να τραβάω τον κόσμο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Usamos celebridades en las publicidades porque tienen un gran poder de atracción.
Χρησιμοποιούμε σελέμπριτις στις διαφημίσεις γιατί τραβάνε τον κόσμο.

πλήρης εξουσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El juez le concedió pleno poder sobre la herencia de su padre.

μεγάλη ισχύς, επιρροή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
la Iglesia Católica tenía gran poder sobre el pueblo en el pasado.

κυβερνών κόμμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En Inglaterra, el Partido Conservador era el partido en el poder cuando estalló la Segunda Guerra Mundial.

αυθυποβολή, ύπνωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El hipnotizador hizo que los espectadores hagan cosas graciosas usando el poder de sugestión.

πηγή ενέργειας

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dado que el suministro de petróleo es finito debemos encontrar fuentes de alimentación alternativas.

ψήφος με εξουσιοδότηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los votos delegados retrasaron el cierre de los colegios electorales.

πραξικόπημα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La toma del poder fue rápida, cambiando el gobierno en cuestión de horas.

δικαίωμα αρνησικυρίας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αγοραστική δύναμη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Con la inflación en aumento, el poder adquisitivo del peso es cada vez más bajo.

αγοραστική δύναμη

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μόνιμο πληρεξούσιο

καλυπτική ικανότητα

La pintura barata tiene tan poco poder de cobertura que vas a necesitar tres capas para cubrir una pared azul oscura.

λαϊκή δύναμη, λαϊκή εξουσία

μάχη για την εξουσία

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αγοραστής που δεν μπορεί να επηρεάσει την τιμή και τη δέχεται ως έχει

(literal)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κυβερνώσα δύναμη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Durante la República Romana el poder rector era el Senado.

υπερφυσική δύναμη

διαπραγματευτική δύναμη

nombre masculino

άτομο που ασκεί παρασκηνιακά την εξουσία

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εκτελεστική εξουσία

El poder ejecutivo del Gobierno puede negociar tratados con otros países.

ισχυόμετρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κατάχρηση εξουσίας

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μοχλοί της εξουσίας

nombre femenino (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El partido tiene en sus manos las palancas de poder.

δεν μπορώ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tim no puede ir al pícnic el sábado.
Ο Τιμ δεν μπορεί να πάει στο πικνίκ το Σάββατο.

ικανός για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Estás seguro de que puedes hacer este trabajo?
Είσαι σίγουρος ότι είσαι ικανός για αυτή τη δουλειά;

δεν μπορώ να περιμένω, δεν κρατιέμαι

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Apenas puedo esperar a que sea mi cumpleaños! Este ha sido un día tan podrido, apenas puedo esperar a que se termine.
Ανυπομονώ να έρθουν τα γενέθλιά μου! Η σημερινή μέρα είναι απαίσια, ανυπομονώ να τελειώσει.

δεν μπορώ να μην, δεν μπορώ παρά να

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No puedo evitar notar las enormes manchas de café en la pechera de tu blanca blusa.
Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω τον τεράστιο λεκέ από καφέ στο μπροστινό μέρος της άσπρης μπλούζας σου.

έχω μια εικόνα, έχω μια ιδέα

(μεταφορικά: με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El arquitecto tenía una imagen del edificio terminado en su mente.

δεν τα προλαβαίνω όλα

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No puedo estar en todo así que alguien va a tener que ayudarme.

μπορεί

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quién sabe, puede que tengas razón.

δεν μπορώ να κοιμηθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No pude dormir y me la pasé preocupándome casi toda la noche.
Δεν μπορώ να κοιμηθώ σχεδόν όλη τη νύχτα επειδή ανησυχώ.

είναι πολύ πιθανό

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bien pueden ganar el torneo.

δεν μπορώ να κάνω κτ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No pudo escalar la montaña debido a su asma.
Δεν μπορούσε να ανέβει το βουνό λόγω του άσθματός του.

ανυπομονώ

(figurado) (για κτ, να γίνει κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No puedo esperar a que termine este día.

δεν με παίρνει οικονομικά

locución verbal (για κάτι ή να κάνω κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La difícil situación económica de Bill significaba que no se podía dar el lujo de unas vacaciones.

αποκτώ πρόσβαση σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω αποδείξεις

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La acusadora puede probar sus acusaciones.

έχω εξουσία

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eres policía y tienes el poder para arrestarlo.

δεν έχω μούτρα

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fuiste muy grosero con ella, no podrás mirarla a los ojos.

έχω κόμπο στο λαιμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του poder στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.