Τι σημαίνει το posse στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης posse στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του posse στο πορτογαλικά.

Η λέξη posse στο πορτογαλικά σημαίνει κατοχή, κυριότητα, κατοχή, μεταβίβαση, που έχει καταλάβει κπ, που έχει κυριεύσει κπ, κράτημα, πιάσιμο, ιδιοκτησία, μίσθωση, εγκαίνια, ευθύνη, ανάληψη καθηκόντων, που έχει, που κατέχει, στην κατοχή σου, πάνω σου, γαιοκτησία, συνιδιοκτησία, εναρκτήριος λόγος, ορκοληψία, κατοχή κλοπιμαίων, κατοχή κλεμμένων αντικειμένων, βρίσκω,αποκτώ, παίρνω στην κατοχή μου, εκχωρώ, μεταβιβάζω, ιδιοκτησία γης, εκχωρώ, μεταβιβάζω, έχω χρονομερίδιο σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης posse

κατοχή, κυριότητα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O advogado escreveu para dizer aos Browns que eles podiam tomar posse da casa na sexta-feira.
Ο δικηγόρος έγραψε στους Μπράουν για να τους ενημερώσει ότι μπορούσαν να πάρουν την κυριότητα του σπιτιού την Παρασκευή.

κατοχή

substantivo feminino (futebol)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Beckham toma posse e passa para Ronaldo.
Ο Μπέκαμ παίρνει στην κατοχή του τη μπάλα και την πασάρει στον Ρονάλντο.

μεταβίβαση

substantivo feminino (imóvel) (περιουσίας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tomamos posse da casa na semana que vem.
Η μεταβίβαση του σπιτιού θα γίνει την ερχόμενη εβδομάδα.

που έχει καταλάβει κπ, που έχει κυριεύσει κπ

substantivo feminino (figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A ideia de férias exóticas se apossou de Carol e ela não conseguia pensar em mais nada.
Η ιδέα εξωτικών διακοπών είχε κυριεύσει την Κάρολ και δε μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο.

κράτημα, πιάσιμο

(ato de agarrar, segurar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Heather agarrou firmemente a corda quando subia o penhasco.

ιδιοκτησία

substantivo feminino (ser dono)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ter posse de uma casa é muito importante para algumas pessoas.
Η ιδιοκτησία κατοικίας είναι πολύ σημαντική για μερικούς.

μίσθωση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nossa ocupação do apartamento agradou o proprietário, que estava preocupado com o fato de ficar desabitado.
Η μίσθωση του διαμερίσματος ικανοποίησε τον ιδιοκτήτη του, ο οποίος φοβόταν ότι αυτό θα έμενε κενό.

εγκαίνια

substantivo feminino (formal)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ευθύνη

substantivo feminino (de projeto)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανάληψη καθηκόντων

substantivo feminino (ganhar cargo ou autoridade)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

που έχει, που κατέχει

locução adjetiva (que possui)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στην κατοχή σου, πάνω σου

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γαιοκτησία

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνιδιοκτησία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εναρκτήριος λόγος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ορκοληψία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατοχή κλοπιμαίων, κατοχή κλεμμένων αντικειμένων

(crime: sabidamente lidando com algo roubado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Συλλήφθηκε για κατοχή κλοπιμαίων.

βρίσκω,αποκτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Όταν πήρα την κληρονομιά μου, απέκτησα αρκετά σπάνια νομίσματα.

παίρνω στην κατοχή μου

locução verbal (receber, adquirir)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκχωρώ, μεταβιβάζω

expressão (εγγράφως, με υπογραφή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ιδιοκτησία γης

substantivo feminino (feudalismo)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκχωρώ, μεταβιβάζω

expressão (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω χρονομερίδιο σε κτ

expressão verbal (δεν μου ανήκει)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του posse στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.