Τι σημαίνει το possible στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης possible στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του possible στο Γαλλικά.

Η λέξη possible στο Γαλλικά σημαίνει πιθανός, είναι δυνατή η ύπαρξή μου, δυνατόν, πιθανό, πιθανός, υποψήφιος, εναλλακτικός, απίστευτος, δίνω την ευκαιρία, που μπορεί να γεφυρωθεί, ανθρωπίνως δυνατό, απίθανος, μη πραγματοποιήσιμος, το καλύτερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό, το συντομότερο, μάλλον, όσο το δυνατό μακρύτερα, χωρίς πόνο, ει δυνατόν, ίσως να μην, ο καλύτερος δυνατός, με την πρώτη ευκαιρία, όσο το δυνατόν περισσότερο, το συντομότερο δυνατόν, Ίσως, δυνατή επιλογή, πιθανή επιλογή, κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, κάνω ότι είναι δυνατό, καθιστώ εφικτό, καθιστώ δυνατό, απαγορευμένος, που δεν επιτρέπεται, σε απόσταση αναπνοής, μέγιστος, ύψιστος, όσο το δυνατόν περισσότερο, μπορεί, κάνω ό,τι μπορώ, κάνω ό,τι μπορώ, δίνω τον καλύτερο εαυτό μου, βάζω τα δυνατά μου, κάνω το καλύτερο που μπορώ, δίνω τον καλύτερο εαυτό μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό, μπορεί, Ε, όχι!, Δεν το πιστεύω!, Τέλειο!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης possible

πιθανός

adjectif (probabilité)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est possible (or: probable) qu'il pleuve aujourd'hui.
Είναι πιθανό να βρέξει σήμερα.

είναι δυνατή η ύπαρξή μου

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Est-ce que les trous noirs sont possibles (or: crédibles) ?

δυνατόν

adjectif

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πιθανό

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est probable qu'il vienne avec nous.
Είναι πιθανό να θέλει να έρθει μαζί μας.

πιθανός, υποψήφιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'inventeur recherche des investisseurs possibles (or: potentiels) pour sa découverte.
Ο εφευρέτης έψαξε για πιθανούς επενδυτές για να προωθήσουν την ιδέα του.

εναλλακτικός

(emploi critiqué)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Οι εναλλακτικές επιλογές είναι το κολύμπι, το σκι και η ιππασία.

απίστευτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δίνω την ευκαιρία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ces nouveaux éléments permettent une nouvelle lecture du dossier.
Τα στοιχεία παρέχουν τη δυνατότητα να ρίξουμε μια νέα ματιά στην υπόθεση.

που μπορεί να γεφυρωθεί

locution adverbiale (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανθρωπίνως δυνατό

adjectif

απίθανος, μη πραγματοποιήσιμος

adjectif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το καλύτερο δυνατόν

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό, το συντομότερο

(anglicisme, jargon entreprise)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μάλλον

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
On peut supposer que ces chiffres sont dédiés à montrer une amélioration.

όσο το δυνατό μακρύτερα

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Évitez d'utiliser votre téléphone portable autant que possible durant votre visite, s'il vous plait.

χωρίς πόνο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ει δυνατόν

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ίσως να μην

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Remets la musique ! Tu ne l'aimes peut-être pas, mais moi, si !

ο καλύτερος δυνατός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με την πρώτη ευκαιρία

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

όσο το δυνατόν περισσότερο

adverbe

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'essaie de faire de l'exercice autant que possible.
Προσπαθώ να γυμνάζομαι όσο το δυνατόν περισσότερο.

το συντομότερο δυνατόν

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Veuillez me donner votre réponse au plus vite (or: dès que possible). Rappelez-moi au plus vite (or: dès que possible), s'il vous plaît.

Ίσως

interjection (familier)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
« Crois-tu que le voisin a commis le meurtre ? » « C'est possible. »
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. «Πιστεύεις ότι δεν σηκώνει το τηλέφωνο επειδή είναι θυμωμένος μαζί μου;» «Θα μπορούσε.»

δυνατή επιλογή, πιθανή επιλογή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La montagne est un choix possible pour les vacances.

κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, κάνω ότι είναι δυνατό

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai fait tout mon possible pour attraper le train mais il était trop tard.

καθιστώ εφικτό, καθιστώ δυνατό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Une subvention de la Fondation XZY a permis de développer ce programme.

απαγορευμένος, που δεν επιτρέπεται

adjectif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε απόσταση αναπνοής

locution adjectivale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'alimentation de villes entières en électricité produite grâce à l'énergie solaire est du domaine du possible.

μέγιστος, ύψιστος

locution adverbiale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bien que les médecins aient fait de leur mieux, ils n'ont pas réussi à sauver le patient.

όσο το δυνατόν περισσότερο

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je mange toujours autant que possible pour Thanksgiving.
Πάντα τρώω όσο το δυνατόν περισσότερο στο δείπνο της Γιορτής των Ευχαριστιών.

μπορεί

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Il se peut que nous prenions un vol plus tard.
Μπορεί να χρειαστεί να πάρουμε επόμενη πτήση.

κάνω ό,τι μπορώ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Choisir une université est une décision importante alors assurez-vous que vous faites toute votre possible pour ne pas vous tromper.

κάνω ό,τι μπορώ, δίνω τον καλύτερο εαυτό μου, βάζω τα δυνατά μου

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω το καλύτερο που μπορώ, δίνω τον καλύτερο εαυτό μου

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίνω τον καλύτερό μου εαυτό

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπορεί

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Il se peut qu'il pleuve aujourd'hui.
Μπορεί να βρέξει σήμερα.

Ε, όχι!, Δεν το πιστεύω!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non, arrête ! Sandra ne peut pas vouloir épouser cet homme horrible !
Τι λες τώρα! Η Σάντρα δεν μπορεί να θέλει πράγματι να παντρευτεί αυτό τον απαίσιο άντρα!

Τέλειο!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του possible στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του possible

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.