Τι σημαίνει το poser στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης poser στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του poser στο Γαλλικά.

Η λέξη poser στο Γαλλικά σημαίνει ποζάρω, στρώνω, θέτω, προκαλώ, δημιουργώ, αφήνω, ακουμπώ, στήνω, βάζω, τοποθετώ, απλώνω, αποθέτω, παριστάνω, βάζω στην άκρη, παραμερίζω, βάζω/τοποθετώ πάνω σε, αποθέτω, τοποθετώ, βάζω, ποζάρω, ακουμπάω, ακουμπώ, παρκάρω, τοποθετώ, ρυθμίζω τον τόνο, διατύπωση, τοποθετώ, ακουμπάω, εγκαθιστώ, εμφυτεύω, προκαλώ, προβάρω, στερεώνω, στηρίζω, στερεώνω, στήνω, χωρίς ενδοιασμό, χωρίς δισταγμό, δυσκολεύω, μπερδεύω, κρεμάω κτ σε κτ, βάζω ταπετσαρία, στρώνω, απλώνω, αλγόριθμος για διαίρεση στο χέρι, αυτοεξέταση, δεύτερες σκέψεις, εστιάζω, υποβάλλω αίτηση για δουλειά, έχω δεύτερες σκέψεις, κάνω προσφορά, κάνω μια ερώτηση, δεν σκέφτομαι, κάνω μία ερώτηση, στρώνω πλάκες λιθόστρωσης σε, θέτω τις βάσεις/τα θεμέλια, βγάζω διάγνωση, θέτω όρους/κανονισμούς, ποζάρω, βλέπω, βλέπω, προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαι, προβλέπω, κάνω λάθος διάγνωση, καθετηριάζω, απλώνω, δημιουργώ πρόβλημα, κάνω ερωτήσεις, στηρίζω κτ σε κτ, ενδοσκοπικός, τοποθέτηση, απών, κάνω ερωτήσεις, κάνω προεργασία, έχω δεύτερες σκέψεις για κτ, κάνω μια ερώτηση σε κπ, κάνω λάθος διάγνωση, κάνω λανθασμένη διάγνωση, σκέφτομαι, αναχειλώνω, αναγυρίζω, διατυπώνω την αρχή, κάνω κτ απαραβίαστο, βάζω μικροτσίπ, κάνω αναγκαστική προσγείωση, καθετηριάζω, υποβάλλω παραίτηση, ποζάρω, προσγειώνομαι, κάνω εικασίες σχετικά με κτ, αμφισβητώ, ακουμπάω κτ σε κτ, ακουμπώ κτ σε κτ, βάζω κτ σε κτ, ποζάρω, στήνω, κάνω ερωτήσεις σε κπ για κτ, διαγιγνώσκω, είμαι πρόκληση, ρωτάω, ρωτώ, ισορροπώ, στρώνω με κεραμίδια, κάνω αίτηση σε κτ, στέλνω αίτηση σε κτ, ρωτάω, ρωτώ, ρωτάω, ρωτώ, στήνω παγίδα, στέλνω βιογραφικό σε κτ, εστιάζω, χαλαρώνω, βάζω πάτο, βάζω σίτα σε κτ, βάζω κορώνα, κοπανάω, χτυπάω, βαράω, βάζω σόλα σε κτ, βάζω πάτο σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης poser

ποζάρω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le photographe a demandé à ses sujets de poser.
Η φωτογράφος ζήτησε από τα μοντέλα της να ποζάρουν.

στρώνω

verbe transitif (de la moquette,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a posé du lino dans le couloir.
Έστρωσε λινοτάπητα στο διάδρομο.

θέτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emily a posé une question quant au pouvoir de Paul.
Η Έμιλυ έθεσε το ερώτημα γιατί έπρεπε όλοι να υπακούουν στον Πωλ.

προκαλώ, δημιουργώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La liaison de Jan avec son patron commence à poser problème au bureau.

αφήνω, ακουμπώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patsy pose ses stylos sur le bureau. // La mère de l'enfant l'a reposé et il a couru pour jouer sur les balançoires.
Η Πάτσι ακούμπησε τα στιλό της στο γραφείο. Η μητέρα του παιδιού το άφησε στο έδαφος κι αυτό έτρεξε να κάνει κούνια.

στήνω, βάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les entrepreneurs sont venus installer les fondations.
Οι εργολάβοι ήρθαν για να ρίξουν τα θεμέλια του κτηρίου.

τοποθετώ, απλώνω, αποθέτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En général, il met (or: il pose) les plans sur la table.
Συνήθως αραδιάζει (or: ακουμπάει) τα σχέδια στο τραπέζι.

παριστάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω στην άκρη, παραμερίζω

verbe transitif (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Posez vos stylos le temps de lire l'énoncé.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έβαλα στην άκρη (or: Παραμέρισα) τη δουλειά μου για να ελέγξω το μωρό. Βάλτε στην άκρη τα μολύβια σας και ρίξτε πρώτα μια ματιά στο τεστ.

βάζω/τοποθετώ πάνω σε, αποθέτω

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle posa le livre sur une table à côté.
Έβαλε το βιβλίο πάνω σε ένα τραπέζι εκεί δίπλα.

τοποθετώ, βάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il posa le verre sur le bord de la table.
Τοποθέτησε (or: Έβαλε) το ποτήρι στην άκρη του τραπεζιού.

ποζάρω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hélène va poser pour un tableau.

ακουμπάω, ακουμπώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pose la statue doucement sur son socle.

παρκάρω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il posa ses fesses dans le fauteuil et s'endormit.

τοποθετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ouvrier posa le plâtre avec la truelle.
Ο χτίστης άπλωσε τον σοβά μ' ένα μυστρί.

ρυθμίζω τον τόνο

verbe transitif (la voix)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si tu poses (or: places) ta voix dans les graves, tu auras l'air plus sérieux.

διατύπωση

(ερωτήσεων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τοποθετώ, ακουμπάω

verbe transitif (un objet,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il mit son verre sur le bord de la table.
Έβαλε το ποτήρι στην άκρη του τραπεζιού.

εγκαθιστώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les ouvriers viennent installer les panneaux solaires aujourd'hui.
Σήμερα θα έλθουν εργάτες για να εγκαταστήσουν τα ηλιακά κάτοπτρα.

εμφυτεύω

(un objet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mon stimulateur cardiaque a été implanté il y a un an.
Ο βηματοδότης μου εμφυτεύτηκε πριν ένα χρόνο.

προκαλώ

verbe transitif (un problème)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cela te cause (or: pose) un problème ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η ομιλία της μου δημιούργησε μια καινούρια απορία.

προβάρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mettons (or: posons) ce pull sur ce mannequin.
Ας προβάρουμε αυτό το πουλόβερ σε εκείνο το μανεκέν.

στερεώνω, στηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στερεώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'équipe a posé la poutre où il fallait avec des équerres et des boulons résistants.
Το πλήρωμα στερέωσε τον δοκό στη θέση του με άγκιστρα και με μπουλόνια μεγάλης αντοχής.

στήνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le photographe a fait poser ses sujets.

χωρίς ενδοιασμό, χωρίς δισταγμό

(μεταφορικά)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

δυσκολεύω, μπερδεύω

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La troisième question du test m'a complètement collé.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η τρίτη ερώτηση στο τεστ πραγματικά με ζόρισε.

κρεμάω κτ σε κτ

Η Έλεν έβαλε το παλτό της στην πλάτη της καρέκλας.

βάζω ταπετσαρία

Nous avons terminé toute la peinture. Maintenant il ne nous reste plus qu'à tapisser.

στρώνω, απλώνω

(mettre en position couchée)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pour créer l'allée du jardin, Lucie a couché les dalles de pierre au sol.

αλγόριθμος για διαίρεση στο χέρι

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αυτοεξέταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δεύτερες σκέψεις

nom masculin (για ειλημμένη απόφαση)

Ο Γκάρι έχει δεύτερες σκέψεις σχετικά με την απόφασή του να καταταχτεί στον στρατό.

εστιάζω

(επίσημο: μάτια)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Shaun a fixé la cible du regard et a lancé sa fléchette.
New: Το μάτι του καρφώθηκε στην εικόνα.

υποβάλλω αίτηση για δουλειά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ma seule tâche de la journée est de postuler à un emploi.

έχω δεύτερες σκέψεις

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Au début, Oliver avait hâte de rejoindre l'armée mais maintenant, il a des doutes (or: il se pose des questions).

κάνω προσφορά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai fait une offre aux enchères sur l'élan empaillé et je l'ai remporté.

κάνω μια ερώτηση

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν σκέφτομαι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La plupart des gens n'accordent aucunr importance aux problèmes auxquels font face les sans-abri.

κάνω μία ερώτηση

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le professeur a dit à ses élèves : "Si vous ne comprenez pas quelque chose, n'hésitez pas à me poser une question."

στρώνω πλάκες λιθόστρωσης σε

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ils ont fait poser des dalles de pierre naturelle autour de la piscine.

θέτω τις βάσεις/τα θεμέλια

locution verbale (Construction) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pour construire une maison, il faut d'abord poser les fondations.

βγάζω διάγνωση

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'attends toujours que le médecin établisse un diagnostic.

θέτω όρους/κανονισμούς

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ποζάρω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βλέπω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'avion a dû se poser à Dallas à cause de mauvais conditions météorologiques.

προβλέπω

(soutenu) (για το μέλλον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le professeur postula une augmentation spectaculaire de la population.

κάνω λάθος διάγνωση

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καθετηριάζω

locution verbale (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δημιουργώ πρόβλημα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω ερωτήσεις

locution verbale

Mon petit cousin pose tout le temps des questions.

στηρίζω κτ σε κτ

Ursula posa sa bêche contre le mur et plaça la plante dans le trou qu'elle venait de creuser.
Η Ούρσουλα στήριξε το φτυάρι στον τοίχο ενώ έβαζε το φυτό μέσα στην τρύπα που μόλις είχε ανοίξει.

ενδοσκοπικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τοποθέτηση

(figuré)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απών

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Notre soirée d'anniversaire surprise a été un fiasco : l'invité d'honneur nous a posé un lapin.

κάνω ερωτήσεις

verbe pronominal

Mon mari rentre souvent du bureau à dix heures du soir, je vais finir par me poser des questions.

κάνω προεργασία

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω δεύτερες σκέψεις για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω μια ερώτηση σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ma jeune fille me pose beaucoup de questions.

κάνω λάθος διάγνωση, κάνω λανθασμένη διάγνωση

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκέφτομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le gouvernement s'interroge actuellement sur les changements politiques qui doivent être appliqués.

αναχειλώνω, αναγυρίζω

(sur un tuyau)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Posez une bride à l'une des extrémités du tuyau et accrochez l'autre bout dedans.

διατυπώνω την αρχή

(ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le professeur a postulé que les enfants apprennent mieux dans un environnement confortable.

κάνω κτ απαραβίαστο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω μικροτσίπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω αναγκαστική προσγείωση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθετηριάζω

locution verbale (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποβάλλω παραίτηση

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a donné sa démission parce qu'il en avait assez d'être traité comme un esclave.
Υπέβαλε παραίτηση επειδή κουράστηκε να τον μεταχειρίζονται σαν σκλάβο.

ποζάρω

(Art) (για κπ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mon arrière-arrière-grand-mère a posé pour plusieurs peintres impressionnistes.

προσγειώνομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un vol d'étourneaux s'est posé sur le fil téléphonique.
Ένα σμήνος ψαρόνια προσγειώθηκε στο καλώδιο του τηλεφώνου.

κάνω εικασίες σχετικά με κτ

(littéraire)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αμφισβητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter mit en doute le montant de l'addition parce qu'il était certain que personne n'avait commandé la salade.
Ο Πίτερ ήταν σίγουρος ότι κανείς δεν παράγγειλε δεύτερη σαλάτα, γι' αυτό αμφισβήτησε τον λογαριασμό.

ακουμπάω κτ σε κτ, ακουμπώ κτ σε κτ, βάζω κτ σε κτ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a posé son manteau sur l'accoudoir de la chaise.
Ακούμπησε (or: έβαλε) το παλτό του στο μπράτσο της πολυθρόνας.

ποζάρω

(Photographie) (για κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand notre famille posait pour une photo officielle, il était impossible d'avoir les cinq enfants qui se tiennent tranquilles.

στήνω

(figuré, familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On devait se retrouver devant le restaurant mais il m'a posé un lapin.
Υποτίθεται ότι θα συναντιόμασταν έξω από το εστιατόριο, αλλά με έστησε.

κάνω ερωτήσεις σε κπ για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les policiers interrogèrent le témoin sur ce qu'il avait vu.
Η αστυνομία έκανε ερωτήσεις στον μάρτυρα για το τι ακριβώς είχε δει.

διαγιγνώσκω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les étudiants en médecine passent plusieurs mois à apprendre à poser des diagnostics.

είμαι πρόκληση

(être difficile) (για κάποιον)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Réparer la voiture m'a vraiment posé des problèmes.
Το να επισκευάσω το αυτοκίνητο πραγματικά με δοκίμασε.

ρωτάω, ρωτώ

(για κτ, σχετικά με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a posé des questions à son père sur les possibilités de travail à l'usine.
Ρώτησε τον πατέρα του για με τυχόν θέσεις εργασίας στο εργοστάσιο.

ισορροπώ

verbe transitif (κάτι, κάτι σε/πάνω σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le cycliste a posé sa bouteille en équilibre sur un rocher.
Ο πεζοπόρος ισορρόπησε το μπουκάλι με το νερό πάνω σε μια πέτρα.

στρώνω με κεραμίδια

(toit)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω αίτηση σε κτ, στέλνω αίτηση σε κτ

(emploi critiqué)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cathy a postulé à trois universités mais aucune ne l'a acceptée.
Η Κάθι έκανε αίτηση σε τρία πανεπιστήμια αλλά κανένα δεν τη δέχτηκε.

ρωτάω, ρωτώ

(για κτ/σχετικά με κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le journaliste a posé des questions sur le dernier film du réalisateur.
Ο δημοσιογράφος έκανε ερωτήσεις σχετικά με την τελευταία ταινία του σκηνοθέτη.

ρωτάω, ρωτώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vous êtes libre de poser des questions et d'argumenter, mais cela ne va rien changer.

στήνω παγίδα

(Chasse) (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous poserons des pièges dans la matinée et y retournerons plus tard pour voir ce que nous avons pris.

στέλνω βιογραφικό σε κτ

(emploi critiqué : à un poste, emploi)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mon frère a postulé à Microsoft et a obtenu le poste.

εστιάζω

(regard, yeux)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαλαρώνω

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βάζω πάτο

locution verbale (σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai presque fini la caisse ; il ne me reste plus qu'à y ajouter (or: poser) un fond.

βάζω σίτα σε κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous devons poser des moustiquaires aux fenêtres pour empêcher les insectes de rentrer.

βάζω κορώνα

(σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοπανάω, χτυπάω, βαράω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ursula a posé le livre bruyamment sur la table.

βάζω σόλα σε κτ, βάζω πάτο σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le cordonnier pose des semelles aux bottes.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του poser στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του poser

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.