Τι σημαίνει το poids στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης poids στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του poids στο Γαλλικά.

Η λέξη poids στο Γαλλικά σημαίνει βάρος, βάρος, βάρος, βάρος, περιττό βάρος, βάρος, βαρίδι, βάρος, βάρη, βαρίδι, βαρίδι, βαρίδιο, βάρος, βάρος, βαρύτητα, σφαίρα, βαρών, βάρος, αντίβαρο, βάρος σώματος, σωματικό βάρος, βάρος, βάρος, βάρος, βαρύτητα, μαρτύριο, συγκριτική δύναμη, σφαίρα, επιρροή, φορτίο, βάρος, βάρος, μεγάλο βάρος, φορτίο, βάρος, δύναμη, βάρος, φορτίο, φορτίο, πίεση, μεγαλύτερο πλήγμα, σφαιροβολία, -, ελλιποβαρής, υπερβολικά λεπτός, φορτηγό, υπέρογκο χρέος, αδυνατίζω, χάνω βάρος, μεγάλο κεφάλι, φουσκώνω, σχετική πυκνότητα, δυναμικός, δυνατός, αναλογικά, με τη λίβρα, βαρέων βαρών, μεσαίων βαρών, βάρος, μποξέρ στην κατηγορία φτερού, πυγμάχος κατηγορίας μύγας, οδηγός φορτηγού, μποξέρ κατηγορίας πετεινού, αντίβαρο, βαρίδι, βαρίδιο, αντιζύγι, αντιζύγιο, βάρος σε λίβρες, βάρος απογείωσης, μεικτό βάρος, βαρέα οχήματα, καθαρό βάρος, δίαιτα, αδυνάτισμα, μεγάλος παίκτης, ανακούφιση από βάρος, βάρος φορτίου, κατηγορία 52, αύξηση σωματικού βάρους, διαχείριση σωματικού βάρους, μέτρηση βάρους, περιορισμός βάρους, στην κατηγορία ελαφριών βαρέων βαρών, χάνω βάρος, αισθάνομαι το βάρος, έχω την ευθύνη, προσδίδω βαρύτητα, χρησιμοποιώ κτ σε κτ, παίρνω βάρος, δεν είμαι ισάξιος με κπ, λεπταίνω, αδυνατίζω, μικραίνω, παίρνω βάρος, βάζω βάρος, ελαφρών βαρών, νταλίκα, αθλητής ημιμεσαίων βαρών, αθλήτρια ημιμεσαίων βαρών, φορτηγατζής, φορτηγατζού, άχρηστος, περιττός, μεγάλο κεφάλι, κατηγορίας φτερού, κατηγορίας πετεινού, της κατηγορίας ελαφριών βαρέων βαρών, βαρέων βαρών, αθλητής κατηγορίας ελαφρών βαρών, νεκρό βάρος, συγκρίνομαι με κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης poids

βάρος

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mesurez le poids de ces deux objets et dites-moi lequel est le plus lourd.
Μέτρησε το βάρος αυτών των δύο αντικειμένων και πες μου πιο είναι βαρύτερο.

βάρος

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Son poids suffisait à garder la porte ouverte.
Το βάρος του ήταν αρκετό για να κρατήσει την πόρτα ανοιχτή.

βάρος

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'essaie de maintenir un poids sain.
Προσπαθώ να διατηρήσω ένα υγιές βάρος.

βάρος

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Comment de poids as-tu perdu après avoir éliminé le sucre de ton alimentation ?
Πόσο βάρος έχασες όταν έκοψες τη ζάχαρη από τη διατροφή σου;

περιττό βάρος

nom masculin

J'ai beau faire des régimes, je n'arrive pas à me débarrasser de ce poids.
Όση δίαιτα και να κάνω, δεν μπορώ να ξεφορτωθώ αυτό το περιττό βάρος.

βάρος

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quel système de poids et mesures utilisent-ils au Royaume-Uni ?

βαρίδι, βάρος

nom masculin (pour balance) (σε ζυγαριά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les vieilles balances utilisaient des petits poids pour peser les denrées.
Οι παλιές ζυγαριές είχαν μικρά βαρίδια (or: βάρη) που ισορροπούσαν με τα προϊόντα που αγοράζονταν.

βάρη

(Musculation)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Il prit les poids de trente kilos pour faire travailler ses pectoraux.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η κοπέλα σήκωσε ένα δίκιλο βαράκι για να κάνεις τις ασκήσεις της.

βαρίδι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les poids dans cet horloge doivent être remplacés.

βαρίδι, βαρίδιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le livre était utilisé comme poids pour tenir la porte ouverte.

βάρος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
S'occuper de deux parents âgés était un gros poids pour elle.

βάρος

nom masculin (figuré : influence) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle a beaucoup de poids dans les décisions qu'il doit prendre.
Η γνώμη της έχει ιδιαίτερο βάρος όσον αφορά το τι απόφαση θα πάρει εκείνος.

βαρύτητα

nom masculin (figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le poids de la majorité était si lourd que la législation passa sans problème.

σφαίρα

nom masculin (Athlétisme)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dans le lancer du poids, tu dois lancer le poids le plus loin possible.

βαρών

nom masculin (Boxe) (κατηγορία μποξ: βαρεών)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Mohammed Ali boxait dans la catégorie poids lourd.
Ο Μοχάμεντ Άλι αγωνιζόταν στην κατηγορία βαρεών βαρών.

βάρος

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντίβαρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βάρος σώματος, σωματικό βάρος

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βάρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βάρος

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le poids de son lourd sac à dos lui faisait mal aux genoux.
Το βάρος του σακιδίου του ζόριζε τα γόνατά του.

βάρος

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βαρύτητα

(figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαρτύριο

nom féminin (figuré : fardeau)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle pliait toujours sous le poids de ses échecs sentimentaux passés.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τι σταυρό κουβαλάει ο καημένος! Τίποτα δεν του πάει καλά στη ζωή του.

συγκριτική δύναμη

nom masculin

Le poids du coût de l'essence posait sérieusement problème aux conducteurs.

σφαίρα

nom masculin (Athlétisme) (άθλημα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'athlète envoya le poids à 20 mètres.

επιρροή

(figuré)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Parle-lui. Il a beaucoup de poids au conseil municipal.
Μίλησέ του. Έχει επιρροή στο δημοτικό συμβούλιο.

φορτίο, βάρος

nom masculin (figuré : stress) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le poids qui pesait sur ses épaules a disparu après son dernier examen.
Ένιωσε ένα φορτίο (or: βάρος) να φεύγει από πάνω του όταν τελείωσε την τελευταία εξέταση.

βάρος

(figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'opinion de Richard a du poids dans ce département.

μεγάλο βάρος

nom masculin (figuré) (μεταφορικά)

φορτίο

(κυριολεξία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'âne peut porter une lourde charge.
Ο γάιδαρος μπορεί να μεταφέρει βαριά φορτία.

βάρος

(μεταφορικά: σημασία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'avis du directeur constitue une influence considérable.

δύναμη

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le gouvernement n'avait pas le pouvoir de faire respecter la loi.
Η κυβέρνηση δεν είχε τη δύναμη να εφαρμόσει τον νόμο.

βάρος, φορτίο

(responsabilité) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La responsabilité de la famille est une charge pour lui.
Είναι βάρος (or: φορτίο) γι' αυτόν το ότι είναι υπεύθυνος για την οικογένειά του.

φορτίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cela représente une charge considérable pour une si petite voiture.

πίεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le métal ne pouvait pas soutenir la pression et a fini par céder.

μεγαλύτερο πλήγμα

σφαιροβολία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il maintenait ses papiers en place grâce au poids du livre.
Σταθεροποίησε τα χαρτιά με ένα βιβλίο.

ελλιποβαρής, υπερβολικά λεπτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φορτηγό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υπέρογκο χρέος

αδυνατίζω, χάνω βάρος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεγάλο κεφάλι

(μεταφορικά: άτομο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φουσκώνω

(personne) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Depuis son divorce, il a grossi pour atteindre 130 kilos.
Μετά το διαζύγιό του έχει παχύνει και έφτασε τα εκατόν πενήντα κιλά.

σχετική πυκνότητα

δυναμικός, δυνατός

(personne) (άτομο, ομιλία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αναλογικά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με τη λίβρα

(κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βαρέων βαρών

nom masculin (Sports : personne) (αθλητής)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

μεσαίων βαρών

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βάρος

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μποξέρ στην κατηγορία φτερού

nom masculin (boxeur)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πυγμάχος κατηγορίας μύγας

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οδηγός φορτηγού

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μποξέρ κατηγορίας πετεινού

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Le poids plume Jo Simon remet son titre de champion du monde en jeu.

αντίβαρο, βαρίδι, βαρίδιο, αντιζύγι, αντιζύγιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βάρος σε λίβρες

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βάρος απογείωσης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Le poids au décollage inclut les passagers, les bagages et le carburant.

μεικτό βάρος

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βαρέα οχήματα

nom masculin pluriel

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les poids lourds ne peuvent plus circuler dans ce village parce que les vibrations endommageaient les vieilles maisons.

καθαρό βάρος

nom masculin

δίαιτα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αδυνάτισμα

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sa perte de poids soudaine inquiétait ses proches.

μεγάλος παίκτης

nom masculin (μτφ: ισχυρός)

ανακούφιση από βάρος

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βάρος φορτίου

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατηγορία 52

nom masculin (πυγμαχία: κατηγορία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αύξηση σωματικού βάρους

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαχείριση σωματικού βάρους

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μέτρηση βάρους

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιορισμός βάρους

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

στην κατηγορία ελαφριών βαρέων βαρών

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χάνω βάρος

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le médecin de Fred lui a dit qu'il devait perdre du poids.

αισθάνομαι το βάρος, έχω την ευθύνη

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσδίδω βαρύτητα

(μεταφορικά: σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les conclusions du rapport ont donné du poids aux arguments des écologistes.

χρησιμοποιώ κτ σε κτ

παίρνω βάρος

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν είμαι ισάξιος με κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λεπταίνω, αδυνατίζω, μικραίνω

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίρνω βάρος, βάζω βάρος

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La plupart des étudiants prennent du poids durant leur première année de fac. J'ai pris tellement de poids mon pantalon ne ferme plus.

ελαφρών βαρών

adjectif (άθλημα, κατηγορία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le match poids léger commencera à huit heures du soir.
Ο αγώνας κατηγορίας ελαφρών βαρών θα αρχίσει στις 8 μ.μ.

νταλίκα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Comment faire pour interdire les gros poids lourds les week-ends ?

αθλητής ημιμεσαίων βαρών, αθλήτρια ημιμεσαίων βαρών

(Boxe : boxeur) (πάλη, πυγμαχία)

φορτηγατζής, φορτηγατζού

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

άχρηστος, περιττός

(figuré)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεγάλο κεφάλι

nom masculin (figuré : personne importante) (μεταφορικά: άτομο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κατηγορίας φτερού

adjectif (boxeur)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατηγορίας πετεινού

adjectif invariable

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Le champion poids plume Joe Simon remet son titre de champion du monde en jeu.

της κατηγορίας ελαφριών βαρέων βαρών

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βαρέων βαρών

adjectif invariable (Sports) (αθλητής)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Le champion poids lourd sera au festival.

αθλητής κατηγορίας ελαφρών βαρών

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le nouveau poids léger semble être un concurrent sérieux pour le champion.

νεκρό βάρος

nom masculin (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συγκρίνομαι με κπ/κτ

locution verbale (figuré : être aussi bon que)

Une fois que tu l'as entendue chanter sa version, tu te rends compte qu'aucune autre voix ne peut faire le poids.
Άμα την ακούσεις να τραγουδάει το κομμάτι, θα διαπιστώσεις ότι καμία άλλη φωνή δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του poids στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του poids

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.