Τι σημαίνει το profiter στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης profiter στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του profiter στο Γαλλικά.

Η λέξη profiter στο Γαλλικά σημαίνει είμαι τσαμπατζής, είμαι τρακαδόρος, ευκολία, εκμεταλλεύομαι κάποιο εμπορικό προϊόν με αθέμιτο τρόπο, κερδοσκοπία, αισχροκέρδεια, απολαμβάνω τη ζωή, αξιοποιώ κτ όσο καλύτερα μπορώ, εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ το χρόνο μου, εκμεταλλεύομαι, παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι, εκμεταλλεύομαι πλήρως κτ, αρπάζω την ευκαιρία, παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, επωφελούμαι από, έχω μερίδιο σε, εκμεταλλεύομαι, ρουφάω το αίμα κάποιου, εκμεταλλεύομαι, απολαμβάνω, εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι οικονομικά, έχω στη διάθεση μου, εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι, εκμεταλλευόμενος την επιτυχία κάποιου άλλου, απολαμβάνω, δίνω μερίδιο, εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι, ωφελούμαι, απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι, δικτυώνομαι, επωφελούμαι από κτ, κερδίζω από κτ, επωφελούμαι από κτ, κολλάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης profiter

είμαι τσαμπατζής, είμαι τρακαδόρος

(ανεπ)

ευκολία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκμεταλλεύομαι κάποιο εμπορικό προϊόν με αθέμιτο τρόπο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les faussaires profitent de la réputation des noms de marque.

κερδοσκοπία, αισχροκέρδεια

(péjoratif)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απολαμβάνω τη ζωή

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αξιοποιώ κτ όσο καλύτερα μπορώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκμεταλλεύομαι

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vous n'avez qu'une chance, alors profitez-en.

αξιοποιώ το χρόνο μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Isabel a profité au mieux de son temps au Royaume-Uni pour visiter autant d'endroits que possible

εκμεταλλεύομαι

verbe transitif indirect

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai profité de la situation.
Εκμεταλλεύτηκα την κατάσταση.

παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si vous en profitez pour le remercier, le public vous appréciera d'autant plus.

εκμεταλλεύομαι

verbe transitif indirect

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκμεταλλεύομαι πλήρως κτ

verbe transitif indirect

Nous avons profité de nos vacances en éteignant portables et ordinateurs.

αρπάζω την ευκαιρία

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quelle belle journée ! Je vais profiter de l'occasion pour m'asseoir dans le jardin tant qu'il fait beau.

επωφελούμαι από, έχω μερίδιο σε

verbe transitif indirect

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il est injuste que les contribuables ne puissent pas profiter des énormes profits bancaires.

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le témoin écrivit un livre sur toute l'affaire pour profiter de sa renommée.

ρουφάω το αίμα κάποιου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Martin n'a pas de travail ; il vit aux crochets de ses parents et de son frère.

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απολαμβάνω

verbe transitif indirect

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous profitons de la piscine.

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les personnes qui font des arnaques tentent de profiter (or: de tirer profit) d'internautes crédules.
Όσοι κάνουν απάτες προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τους εύπιστους χρήστες του ίντερνετ.

επωφελούμαι οικονομικά

(καθομιλουμένη)

έχω στη διάθεση μου

verbe transitif indirect

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mon copain m'a dit que je pouvais profiter de son garage pendant qu'il serait parti en vacances.

εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι

(figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beaucoup de manipulateurs profitent de la compassion de leurs victimes.

εκμεταλλευόμενος την επιτυχία κάποιου άλλου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απολαμβάνω

(soutenu) (έμφαση στο θετικό στοιχείο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai toujours joui d'une bonne santé.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο γιατρός την εξέτασε και μας διαβεβαίωσε ότι χαίρει άκρας υγείας.

δίνω μερίδιο

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Après avoir gagné à la loterie, elle m'a dit qu'elle m'en ferait un peu profiter.
Αφού κέρδισε τα χρήματα, είπε ότι θα μου δώσει μερίδιο.

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je sais qu'elle est très généreuse, mais tu ne devrais pas en profiter.
Ξέρω ότι είναι πολύ γενναιόδωρη, αλλά δεν πρέπει να την εκμεταλλεύεσαι!

επωφελούμαι, ωφελούμαι

(κάνοντας κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Des pompes funèbres peu scrupuleuses peuvent profiter des familles endeuillées en ne proposant que les options les plus chères.
Αδίστακτοι εργολάβοι κηδειών επωφελούνται προσφέροντάς στους πενθούντες μόνο τις πιο ακριβές επιλογές.

απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stefan apprécie les choses simples depuis sa crise cardiaque.
Ο Στέφαν απολαμβάνει τις απλές χαρές από τότε που έπαθε καρδιακή προσβολή.

δικτυώνομαι

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επωφελούμαι από κτ

Ma collègue a essayé de tirer profit de (or: tirer avantage de) mon erreur.

κερδίζω από κτ, επωφελούμαι από κτ

Si vous pouviez nous conseiller, nous pourrions tirer profit de (or: tirer avantage de) votre expertise.
Εάν είχατε τη διάθεση να μας συμβουλέψεις, θα κερδίζαμε από τις γνώσεις σας.

κολλάω

(Automobile) (στον μπροστινό μου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La voiture a profité de l'aspiration de la voiture devant elle pour économiser de l'essence et prendre de la vitesse.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του profiter στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.