Τι σημαίνει το profond στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης profond στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του profond στο Γαλλικά.

Η λέξη profond στο Γαλλικά σημαίνει βαθύς, βαθυστόχαστος, βαθύς, βαθύς, βαρύς, βαθύς, βαθύς, βαθυστόχαστος, βαθύς, βαθύς, βαθύς, βαθύς, βαθύς, γεμάτος νόημα, μεστός νοήματος, βαθύς, ουσιαστικός, βαθύτερος, βασικός, κύριος, µετασχηµατιστικός, βαθιά ριζωμένος, εδραιωμένος, ριζωμένος, πλούσιος, με νόημα, ρηχός, βαθύτερος, ενδότερος, εσώτατος, ο χαμηλότερος, βαθιά, στα βάθη, ψυχή, βαθύς ύπνος, μεγάλος σεβασμός, βαθύτερο νόημα, ριζική αλλαγή, βαθύ δίκτυο, έχω σε υψηλή εκτίμηση, έχω σε ιδιαίτερη εκτίμηση, είμαι βαθιά ριζωμένος, βαθύτερος, βαθιά, στα βάθη, εντονότερος, ισχυρότερος, βαθιά μέσα μου, μωρός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης profond

βαθύς

adjectif (trou, rivière,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le lac devient très profond vers le milieu.
Η λίμνη είναι πολύ βαθιά προς στο κέντρο.

βαθυστόχαστος

adjectif (figuré : idée)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je ne trouve pas du tout ses livres profonds, et toi ?
Δε βρήκα τα βιβλία του καθόλου βαθυστόχαστα, εσύ;

βαθύς

adjectif (figuré : émotion) (μεταφορικά: συναίσθημα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le poème s'inspire de son amour profond pour son père.
Το ποίημα είναι εμπνευσμένο από τη βαθιά αγάπη του για τον πατέρα του.

βαθύς

adjectif (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
De profonds changements sont nécessaires afin de maîtriser la violence en hausse.
Θα χρειαστούν βαθιές αλλαγές για να περιοριστεί η αυξανόμενη βία.

βαρύς

adjectif (surdité)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La surdité profonde ne doit pas être une barrière à une bonne éducation.
Η βαριά κώφωση δε χρειάζεται να είναι εμπόδιο στην καλή εκπαίδευση.

βαθύς

adjectif (couleur) (σκούρος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sa chemise était d'un bleu profond.
Το πουκάμισο είχε βαθύ μπλε χρώμα.

βαθύς

(extrême) (μεταφορικά: ύπνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Son sommeil était si profond qu'on ne pouvait pas le réveiller.
Βρίσκονταν σε βαθύ ύπνο και δεν τον ξύπναγε κανείς.

βαθυστόχαστος

adjectif (figuré : pensée, esprit)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je n'avais jamais remarqué combien cet homme était profond jusqu'à ce que je discute avec lui aujourd'hui.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι βαθυστόχαστος από τη φύση του. Ο τρόπος που σκέφτεται αποτελεί πηγή έμπνευσης για πολλούς.

βαθύς

adjectif (émotion) (για συναίσθημα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a exprimé ses profonds sentiments pour moi aujourd'hui.
Πραγματικά εξέφρασε τα βαθιά του συναισθήματα για μένα σήμερα.

βαθύς

adjectif (mystère) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Voici un profond et inquiétant mystère que j'ai hâte de résoudre.

βαθύς

(son, vibration) (ήχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'orgue émit un son grave.
Ένας βαθύς ήχος βγήκε από την γκάιντα.

βαθύς

adjectif (sommeil) (ύπνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle sombra dans un sommeil profond.

βαθύς

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est une pensée très profonde.

γεμάτος νόημα, μεστός νοήματος

adjectif

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Un sentiment de profonde tristesse irradie de cette peinture.
Ο πίνακας μεταδίδει ένα έντονο αίσθημα θλίψης.

βαθύς, ουσιαστικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle a un profond intérêt pour la politique.
Διακατέχεται από βαθύ (or: ουσιαστικό) ενδιαφέρον για την πολιτική.

βαθύτερος

adjectif (sens) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le sens profond du sermon n'a pas été compris par l'assemblée.

βασικός, κύριος

adjectif (cause)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La cause profonde du malheur de Rachel est son propre refus de modifier sa situation.

µετασχηµατιστικός

(pouvoir)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βαθιά ριζωμένος

(μεταφορικά)

εδραιωμένος, ριζωμένος

(για συναισθήματα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

πλούσιος

adjectif (son) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La basse a un son enveloppant.

με νόημα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρηχός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'eau est peu profonde ici.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτός ο κόλπος είναι αβαθής, άρα επικίνδυνος για τα μεγάλα πλοία.

βαθύτερος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les plongeurs se sont préparés à se rendre dans la grotte sous-marine la plus profonde.

ενδότερος, εσώτατος

adjectif (για θέση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ο χαμηλότερος

locution adjectivale

βαθιά, στα βάθη

locution adverbiale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quand elle m'a brisé le cœur, j'étais au plus profond du désespoir.

ψυχή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quand le musicien joue de son instrument, il exprime les sentiments du fond de son âme.

βαθύς ύπνος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μεγάλος σεβασμός

nom masculin

βαθύτερο νόημα

nom masculin

ριζική αλλαγή

nom masculin

βαθύ δίκτυο

έχω σε υψηλή εκτίμηση, έχω σε ιδιαίτερη εκτίμηση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι βαθιά ριζωμένος

(difficulté...) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βαθύτερος

locution adjectivale (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est le poème le plus profond que j'aie jamais lu.

βαθιά, στα βάθη

locution adverbiale (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous avons trouvé le poisson au plus profond de l'océan.

εντονότερος, ισχυρότερος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il l'a prise dans ses bras et lui a donné le baiser le plus profond de sa vie.

βαθιά μέσα μου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μωρός

nom masculin (vieilli) (παλαιό, ανεπίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les scientifiques définissaient un débile mental profond comme un individu qui avait un QI entre 50 et 70.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του profond στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του profond

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.