Τι σημαίνει το propre στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης propre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του propre στο Γαλλικά.

Η λέξη propre στο Γαλλικά σημαίνει καθαρός, δικός μου, ο ίδιος μου ο, καθαρός, καθαρός, καθαρός, που έχει μάθει να χρησιμοποιεί γιογιό, καθαρός, εκπαιδευμένος να κάνει την ανάγκη του έξω από το σπίτι, εκπαιδευμένος για θέματα τουαλέτας, αλέκιαστος, ακηλίδωτος, προσωπικός, ατομικός, εγγενής, καθαρός, κυριολεκτικός, καθαρτήριος, καθαρτικός, ευπαρουσίαστος, περιποιημένος, που ταιριάζει σε μια κόρη, περηφάνια, υπερηφάνεια, έδρα, αυτοεκτίμηση, καθαρογράφω, φιλαυτία, αυτοσεβασμός, αυτοπεποίθηση, οικειοθελής, δημοσιογραφικός, ειδησεογραφικός, ασφαλής προς κατανάλωση, ασφαλής για κατανάλωση, που εξαρτάται από την τοποθεσία, που εξαρτάται από το χώρο, με τον ρυθμό μου, με τον δικό μου ρυθμό, ομολογουμένως, με δική σου πρωτοβουλία, αυτοβούλως, οικειοθελώς, φέρε το ποτό σου, επιλογή μου, ακριβής σημασία, πληγωμένος εγωισμός, καθαρό δωμάτιο, ντόπιο κρασί, κυριολεκτικό/ακριβές νόημα, με δική μου πρωτοβουλία, δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλία, δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλία, προσωπική επιλογή, προσωπική απόφαση, κύριο όνομα, αυτοσεβασμός, καθαρή ενέργεια, πάτρια εδάφη, κύριος του εαυτού μου, αγάπη για τον εαυτό μου, αυτολύπηση, αυτοσυντήρηση, χαρακτηριστικός, κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μου, μαθαίνω σε κπ να χρησιμοποιεί το γιο-γιο, ατμοσφαιρικός, με δικό μου αυτοκίνητο, πρόσκοπος, δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλία, δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλία, προσωπική επιλογή, προσωπικό στυλ, ζουρλαίνω, μουρλαίνω, παλαβώνω, μαθαίνω κτ να χρησιμοποιεί την άμμο του, που συναντάται μόνο, που υπάρχει μόνο, ίδιον, που ομολογεί μόνος του, που παραδέχεται μόνος του, του πρώτου κόσμου, φιλικά πυρά, φίλια πυρά, εκπαιδεύω κατοικίδιο για το πώς να κάνει την ανάγκη του. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης propre

καθαρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il faut que je mette une chemise propre.
Πρέπει να φορέσω καθαρό πουκάμισο.

δικός μου

adjectif (possession) (εμφατικός τύπος)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Ma propre voiture est loin d'être aussi belle que la vôtre.
Το αυτοκίνητό μου δεν είναι τόσο ωραίο, όσο το δικό σου.

ο ίδιος μου ο

adjectif (εμφατικός τύπος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je l'ai vu de mes propres yeux !
Το είδα με τα ίδια μου τα μάτια!

καθαρός

adjectif (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le bureau a besoin d'un exemplaire propre du formulaire.

καθαρός

(figuré) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'arbitre veut un combat propre.

καθαρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'échantillon est complètement pur (or: propre), sans contamination.

που έχει μάθει να χρησιμοποιεί γιογιό

adjectif (enfant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai rédigé le brouillon et dois maintenant recopier sur une feuille propre.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κατά λάθος πέταξα την καθορογραμμένη εργασία μου στα σκουπίδια!

εκπαιδευμένος να κάνει την ανάγκη του έξω από το σπίτι

adjectif (animal) (για κατοικίδιο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εκπαιδευμένος για θέματα τουαλέτας

adjectif (animal) (για κατοικίδιο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλέκιαστος, ακηλίδωτος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προσωπικός, ατομικός

(που ανήκει σε ένα άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vous devrez donner votre adresse ainsi que d'autres données personnelles.
Θα πρέπει να δώσετε τη διεύθυνσή σας και άλλα προσωπικά δεδομένα.

εγγενής

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le bijou était bon marché et il n'avait aucune valeur intrinsèque (or: propre).
Τα κοσμήματα ήταν φτηνά και δεν είχαν καμιά φυσική αξία.

καθαρός

adjectif (écriture) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'écriture soignée de Kelsey était facile à lire.
Τα καθαρά γράμματα της Κέλσεϋ ήταν ευανάγνωστα.

κυριολεκτικός

(έννοια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθαρτήριος, καθαρτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευπαρουσίαστος, περιποιημένος

(για πρόσωπα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les gens lui faisaient confiance parce qu'il avait une image tellement soignée.

που ταιριάζει σε μια κόρη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περηφάνια, υπερηφάνεια

(haute estime de soi)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a trop d'orgueil pour admettre qu'il avait tort.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Με καμάρι μας ανακοίνωσε ότι πήρε άριστα στο διαγώνισμα.

έδρα

(Sports) (αθλητικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτοεκτίμηση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καθαρογράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Παρακαλώ καθαρόγραψε τις σημειώσεις σου από την παρακολούθηση στην τάξη.

φιλαυτία

nom masculin (εγωισμός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a perdu son meilleur ami et par excès d'amour-propre, il ne fera rien pour regagner son amitié.

αυτοσεβασμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αυτοπεποίθηση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les éloges ont fait du bien à mon amour-propre et je me sens mieux dans mon travail maintenant.

οικειοθελής

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δημοσιογραφικός, ειδησεογραφικός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ασφαλής προς κατανάλωση, ασφαλής για κατανάλωση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το ωμό κρέας δεν θεωρείται ασφαλές προς κατανάλωση (or: ασφαλές για κατανάλωση) σε πολλά μέρη του κόσμου.

που εξαρτάται από την τοποθεσία, που εξαρτάται από το χώρο

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με τον ρυθμό μου, με τον δικό μου ρυθμό

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ομολογουμένως

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με δική σου πρωτοβουλία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυτοβούλως

(λόγιο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

οικειοθελώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

φέρε το ποτό σου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επιλογή μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακριβής σημασία

nom masculin

Le sens propre du mot « juif » désigne les israélites de la tribu de Juda.

πληγωμένος εγωισμός

Quand je suis tombé à vélo, c'est mon amour-propre qui a le plus souffert.

καθαρό δωμάτιο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ντόπιο κρασί

(vin pas importé)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Avec les progrès accomplis en viticulture, l'Angleterre augmente progressivement la production de son propre vin.
Με την ανάπτυξη της αμπελουργίας η Αγγλία βαθμιαία παράγει περισσότερο ντόπιο κρασί.

κυριολεκτικό/ακριβές νόημα

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με δική μου πρωτοβουλία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
De son propre aveu, il n'était pas là cette nuit-là.

δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προσωπική επιλογή

nom masculin

Je ne te forcerai pas à aller à l'université, c'est ton propre choix.

προσωπική απόφαση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je l'ai fait de ma propre initiative.

κύριο όνομα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En anglais, les noms communs commencent généralement par une minuscule, et les noms propres par une majuscule.

αυτοσεβασμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καθαρή ενέργεια

nom féminin (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πάτρια εδάφη

nom masculin

L'armée n'a encore jamais perdu une bataille sur son propre sol.

κύριος του εαυτού μου

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αγάπη για τον εαυτό μου

nom masculin (αυτοεκτίμηση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
C'est une question d'amour propre. Il refuse de s'abaisser à présenter des excuses.

αυτολύπηση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτοσυντήρηση

nom féminin (ένστικτο επιβίωσης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Chaque organisme se préoccupe de sa propre survie.

χαρακτηριστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μου

(figuré)

μαθαίνω σε κπ να χρησιμοποιεί το γιο-γιο

(à un enfant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ατμοσφαιρικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με δικό μου αυτοκίνητο

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρόσκοπος

locution adjectivale (μτφ, ειρωνικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
C'était le genre bien propre sur lui.

δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mes parents voulaient que j'aille faire du droit, mais j'ai fait mon propre choix et je suis allé dans une école d'art à la place.

δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλία

locution adverbiale

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le voleur n'avait pas de complices, il a agi de son propre chef.

προσωπική επιλογή

nom masculin

προσωπικό στυλ

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dans la menée des affaires, chacun a son (propre) style.

ζουρλαίνω, μουρλαίνω, παλαβώνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μαθαίνω κτ να χρησιμοποιεί την άμμο του

locution verbale (γάτα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που συναντάται μόνο, που υπάρχει μόνο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ce style de peinture est propre à cet artiste.
Αυτό το είδος ζωγραφικής συναντάται μόνο σε αυτό τον καλλιτέχνη.

ίδιον

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cette expression est propre à l'anglais britannique, la plupart des Américains ne la comprendraient pas.

που ομολογεί μόνος του, που παραδέχεται μόνος του

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

του πρώτου κόσμου

φιλικά πυρά, φίλια πυρά

nom masculin (Militaire)

εκπαιδεύω κατοικίδιο για το πώς να κάνει την ανάγκη του

locution verbale (un animal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του propre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του propre

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.