Τι σημαίνει το interne στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης interne στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του interne στο Γαλλικά.

Η λέξη interne στο Γαλλικά σημαίνει εσωτερικός, ειδικευόμενος, εσωτερικός, οικότροφος, εσωτερικός, εσωτερικός, εσωτερικός, oικότροφος, οικότροφη, νεοειδικευθείς γιατρός, ενδοτοιχωματικός, που εισήχθη σε ίδρυμα, ειδικευόμενος ιατρός, εσωτερικός, αυτόχθων, τρόφιμος, φυλακίζω, εισάγω σε ίδρυμα, εγκλείω σε ίδρυμα, εγκλείω, κολπική εξέταση, εσωτερικός, εσωτερικά, παθολόγος, έσω ους, εσωτερική παθολογία, ενσωματωμένη μνήμη, εσωτερική αιμορραγία, εσωτερικό τραύμα, εσωτερική αλληλογραφία, εσωτερικό όργανο, κενή θέση εργασίας στην ίδια εταιρεία, μηχανή εσωτερικής καύσης, από την ίδια την επιχείρηση, εξωτερικός, εντός της εταιρείας, εντός της εταιρίας, ενδοεταιρικός, εκ των έσω, ακάποτο σεξ, είμαι οικότροφος, είμαι εσωτερικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης interne

εσωτερικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Τα ηλεκτρονικά εξαρτήματα ήταν όλα εσωτερικά. Η μηχανή έμοιαζε απλά σαν ένα κουτί.

ειδικευόμενος

nom masculin et féminin (Médecine) (κάνει ειδικότητα)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Après la fac de médecine, Erin est devenue interne au Lake County Hospital.
Μετά την ιατρική, η Έριν έγινε ειδικευόμενη στο Νοσοκομείο της Λέικ Κάουντι.

εσωτερικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Toutes les plaintes des employés étaient gérées par les affaires internes et rien ne changeait.
Όλα τα παράπονα των εργαζομένων τα διαχειριζόταν το τμήμα εσωτερικών υποθέσεων και τίποτα ποτέ δεν άλλαζε.

οικότροφος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'école a 100 internes et 200 externes.

εσωτερικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Après le décès de sa mère, Peter avait beaucoup de problèmes internes à régler.
Μετά τον θάνατο της μαμάς του, ο Πήτερ είχε πολλά ψυχολογικά θέματα να λύσει.

εσωτερικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Taylor travaillait comme médecin spécialisé en médecine interne.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η Μαρία κάνει ειδικότητα στην εσωτερική παθολογία.

εσωτερικός

adjectif (école, sport)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

oικότροφος, οικότροφη

(Scolaire, terme plus moderne)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

νεοειδικευθείς γιατρός

nom masculin (Hôpital)

ενδοτοιχωματικός

adjectif (corps, anatomie) (ιατρική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που εισήχθη σε ίδρυμα

adjectif (patient psychiatrique)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mary a été internée suite à trop de crises de schizophrénie.
Η Μαίρη εισήχθη σε ίδρυμα αφού παρουσίασε σχιζοφρενικά επεισόδια.

ειδικευόμενος ιατρός

(Médecine)

εσωτερικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'intérieur de la maison était rempli d'objets de collection.
Το εσωτερικό μέρος του σπιτιού ήταν γεμάτο με συλλεκτικά αντικείμενα.

αυτόχθων

adjectif (Géologie)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρόφιμος

(internat, maison de retraite,...) (ίδρυμα)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Tous les résidents de la maison de retraite ont été sauvés par les pompiers.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Γνωρίστηκαν όταν ήταν τρόφιμοι ψυχιατρικού ιδρύματος.

φυλακίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le gouvernement américain a interné des immigrants japonais tout le long de la côte ouest pendant la Seconde Guerre mondiale.

εισάγω σε ίδρυμα, εγκλείω σε ίδρυμα

(une personne âgée)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εγκλείω

verbe transitif (Psychiatrie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après avoir été déclaré schizophrène, on a fait interner Brian.
Αφού ανακηρύχθηκε σχιζοφρενής, ο Μπράιαν νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρική κλινική.

κολπική εξέταση

nom masculin (examen médical)

Sarah a rendu visite au médecin pour un examen interne parce qu'elle avait des règles extrêmement abondantes.

εσωτερικός

locution adverbiale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ils feront une formation en interne à la place d'envoyer tout le personnel à l'extérieur.

εσωτερικά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ces médicaments ne sont pas à usage interne (or: ne doivent pas être avalés).

παθολόγος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έσω ους

nom féminin (ανατομία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Des années de boxe professionnelle lui ont causé des dommages importants à l'oreille interne.

εσωτερική παθολογία

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ως φοιτητής ιατρικής ήθελα να ειδικευτώ στην εσωτερική παθολογία αντί για τη χειρουργική. Ένας γιατρός που ασκεί την εσωτερική παθολογία ονομάζεται παθολόγος.

ενσωματωμένη μνήμη

nom féminin (Informatique)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εσωτερική αιμορραγία

nom féminin

εσωτερικό τραύμα

nom féminin

εσωτερική αλληλογραφία

nom féminin

Je te fais parvenir les documents par messagerie interne.

εσωτερικό όργανο

nom masculin

κενή θέση εργασίας στην ίδια εταιρεία

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μηχανή εσωτερικής καύσης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

από την ίδια την επιχείρηση

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Chaque pièce est manufacturée en interne.

εξωτερικός

locution adjectivale (Médecine)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εντός της εταιρείας, εντός της εταιρίας

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous privilégions l'embauche en interne à la publication d'annonces en externe.

ενδοεταιρικός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκ των έσω

locution adverbiale (επίσημο)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Avec ce gouvernement, personne ne sait ce qui s'est passé en interne.

ακάποτο σεξ

nom féminin (αργκό)

είμαι οικότροφος, είμαι εσωτερικός

(scolaire)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
James n'est pas externe, il est pensionnaire.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του interne στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του interne

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.