Τι σημαίνει το indépendant στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης indépendant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του indépendant στο Γαλλικά.

Η λέξη indépendant στο Γαλλικά σημαίνει ανεξάρτητος, ανεξάρτητος, ανεξάρτητος, που δεν προέρχεται από εργασία, αυτόνομος, αυτάρκης, αυτοδύναμος, ίντι, αδέσμευτος, αδέσμευτος, ανεξάρτητος, ανεξάρτητος, αυτόνομος, ανεξάρτητος, αυτοσυντηρούμενος, ανεξάρτητος, ανεξάρτητος, αυτάρκης, αυτόνομος, ανεξάρτητος, αυτόνομος, ανεξάρτητος, χωριστός, ξεχωριστός, ανεξάρτητος, ανεξάρτητος, ελεύθερος, αυτόνομος, αυτοδύναμος, αυτοαπασχολούμενος, αυτοαπασχολούμενη, ασυσχέτιστος, ενδυναμωμένος, ενθαρρυμένος, ανεξάρτητος, αυτόνομος, ανεξάρτητος, που δεν εξαρτάται από κπ/κτ, που δεν εξαρτάται από κπ, ανεξαρτητοποιούμαι από κτ, ανεξάρτητος από κτ, μη ανεξάρτητος, μη αμερόληπτος, ανεξάρτητη διαβίωση, αυτόνομη διαβίωση, επέκταση σπιτιού για να μείνουν ηλικιωμένοι συγγενείς, ατομικός επιχειρηματίας, ατομική επιχειρηματίας, είμαι κυρίαρχος του εαυτού μου, μη ανεξάρτητος, οδηγός αγώνων ταχύτητας, ο οποίος αγωνίζεται ιδιωτικά και όχι ως μέλος ομάδας που έχει σπόνσορα, ιδιωτεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης indépendant

ανεξάρτητος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce système est indépendant et continuera de fonctionner si tout le reste tombe en panne.
Αυτό είναι ένα ανεξάρτητο σύστημα και θα συνεχίσει να δουλεύει αν όλα τα υπόλοιπα καταστραφούν.

ανεξάρτητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kate est très indépendante et sait ce qu'elle veut.
Η Κέιτ είναι πολύ ανεξάρτητη και ξέρει τι θέλει.

ανεξάρτητος

adjectif (Mathématiques : variable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La variable indépendante est l'entrée qui détermine la valeur de la variable dépendante.

που δεν προέρχεται από εργασία

adjectif (revenu) (εισόδημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les investissements de Ken ont produit assez de revenu indépendant cette année pour qu'il puisse quitter son emploi.

αυτόνομος

adjectif (logement)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tous nos logements sont entièrement indépendants.

αυτάρκης, αυτοδύναμος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ίντι

(Musique) (εναλλακτική ποπ μουσική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Pourquoi est-ce que je n'entends pas plus de musique indépendante (or: indé) à la radio ?

αδέσμευτος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αδέσμευτος

nom masculin

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

ανεξάρτητος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les films indépendants sont meilleurs que ceux d'Hollywood.

ανεξάρτητος, αυτόνομος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Chaque division de l'entreprise est complètement indépendante ; elles ne partagent rien.

ανεξάρτητος

adjectif (οικονομικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυτοσυντηρούμενος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανεξάρτητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανεξάρτητος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'ancienne colonie est devenue indépendante (or: libre) l'an dernier.

αυτάρκης, αυτόνομος, ανεξάρτητος

(avec des ressources)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυτόνομος, ανεξάρτητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χωριστός, ξεχωριστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Chaque pièce est séparée.

ανεξάρτητος

(figuré)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανεξάρτητος, ελεύθερος

(anglicisme : travailleur) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mike était journaliste free-lance.
Ο Μάικ εργαζόταν ως ανεξάρτητος δημοσιογράφος.

αυτόνομος, αυτοδύναμος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce logiciel autonome fonctionnera hors ligne.
Αυτό το αυτόνομο λογισμικό θα λειτουργήσει εκτός σύνδεσης.

αυτοαπασχολούμενος, αυτοαπασχολούμενη

(εργαζόμενος χωρίς εργοδότη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Charlotte aimait travailler à son compte parce qu'elle était son propre patron et qu'elle pouvait travailler de chez elle.

ασυσχέτιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ενδυναμωμένος, ενθαρρυμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les femmes autonomes (or: indépendantes) assument plus de responsabilités.

ανεξάρτητος, αυτόνομος

adjectif (figuré : libre) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανεξάρτητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ben s'est trouvé un emploi pour être plus indépendant financièrement parce qu'il avait le sentiment d'être un fardeau pour ses parents.
Ο Μπεν έπιασε δουλειά για να γίνει πιο ανεξάρτητος γιατί ένιωθε πως ήταν βάρος στους γονείς του.

που δεν εξαρτάται από κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai hâte d'avoir mon chez-moi pour être indépendante de mes parents.
Ανυπομονώ να βρω δικό μου σπίτι ώστε να είμαι ανεξάρτητος από τους γονείς μου.

που δεν εξαρτάται από κπ

(οικονομικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Au 19e siècle, il était rare qu'une femme soit indépendante de son mari.
Τον 19ο αιώνα ήταν σπάνιο για μια γυναίκα να μην εξαρτάται από τον σύζυγό της.

ανεξαρτητοποιούμαι από κτ

Le Panama est devenu indépendant de la Colombie au début du 20e siècle.
Ο Παναμάς ανεξαρτητοποιήθηκε από την Κολομβία στις αρχές του 20ου αιώνα.

ανεξάρτητος από κτ

Le nouveau projet de Tom est indépendant des ses autres entreprises.
Η τελευταία δραστηριότητα του Τομ είναι ανεξάρτητη από τις άλλες δουλειές του.

μη ανεξάρτητος, μη αμερόληπτος

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανεξάρτητη διαβίωση, αυτόνομη διαβίωση

nom masculin (θεωρία, τρόπος ζωής)

επέκταση σπιτιού για να μείνουν ηλικιωμένοι συγγενείς

nom masculin (annexe pour un proche âgé)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ατομικός επιχειρηματίας, ατομική επιχειρηματίας

nom masculin

είμαι κυρίαρχος του εαυτού μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μη ανεξάρτητος

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οδηγός αγώνων ταχύτητας, ο οποίος αγωνίζεται ιδιωτικά και όχι ως μέλος ομάδας που έχει σπόνσορα

nom masculin (course automobile)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ιδιωτεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si tu deviens expert-comptable, tu pourras avoir un cabinet privé.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του indépendant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του indépendant

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.