Τι σημαίνει το proteger στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης proteger στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του proteger στο ισπανικά.

Η λέξη proteger στο ισπανικά σημαίνει προστατεύω, προφυλάσσω, προστατεύω, προφυλάσσω, λαμβάνω μέτρα προστασίας, προστατεύω, προστατεύω, διατηρώ άθικτο, προστατεύω, προστατεύω, προφυλάσσω, προστατεύω, προστατεύω, προφυλάσσω, προστατεύω, προστατεύω, προφυλάσσω, προστατεύω, προφυλάσσω, προστατεύω, προφυλάσσω, περιφρουρώ, διαφυλάσσω, διασφαλίζω, διασφαλίζω, περιφρουρώ, προστατεύω, διατηρώ άθικτο, υπερπροστατεύω, στεγανοποιώ, προστατεύομαι από κτ, προφυλάσσομαι από κτ, προστατεύω, προφυλάσσω, κάνω κτ απαραβίαστο, κάνω αντικραδασμικό, περνάω αντιδιαβρωτική επίστρωση σε κτ, προστατεύω, προφυλάσσω, προστατεύω, προφυλάσσω, σκιάζω, προστατεύω κτ από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης proteger

προστατεύω, προφυλάσσω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los guardaespaldas protegieron al primer ministro.
Οι σωματοφύλακες προστάτεψαν (or: προφύλαξαν) τον πρωθυπουργό.

προστατεύω, προφυλάσσω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La cera para el piso protege contra los derrames y arañazos.

λαμβάνω μέτρα προστασίας

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los Estados Unidos protegen su industria automotriz de la competencia extranjera.

προστατεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προστατεύω, διατηρώ άθικτο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Prometí que siempre estaría ahí para protegerte y lo dije en serio.
Υποσχέθηκα να σε προστατεύω πάντα και το εννοούσα.

προστατεύω

verbo transitivo (κπ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Están tratando de proteger a sus hijos de toda la atención pública.
Προσπαθούν να προστατεύσουν τα παιδιά τους από το ενδιαφέρον του κοινού.

προστατεύω, προφυλάσσω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Protegió su cara del viento con sus manos.
Προστάτεψε (or: Προφύλαξε) το πρόσωπό του από τον άνεμο με τα χέρια του.

προστατεύω

(κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La madre de Shirley protege a su familia como una mamá gallina.

προστατεύω, προφυλάσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los altos muros alrededor de la ciudad la protegían de los ataques.

προστατεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Protegeré las botas de cuero con silicona en aerosol.

προστατεύω, προφυλάσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La madre protegía a sus hijos de la violencia en televisión.

προστατεύω, προφυλάσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El hombre protegió del frío a los niños abandonados.

προστατεύω, προφυλάσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La gallina protege a sus polluelos.

περιφρουρώ, διαφυλάσσω, διασφαλίζω

(αφηρημένη έννοια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La constitución salvaguarda nuestros derechos.
Το σύνταγμα περιφρουρεί τα δικαιώματά μας.

διασφαλίζω, περιφρουρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los bosques se deben conservar, libres de tala y explotación.

προστατεύω, διατηρώ άθικτο

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Intenté mantener la torta intacta hasta tu llegada, pero me temo que mi esposo se comió un pedazo cuando yo no miraba.

υπερπροστατεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στεγανοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Necesitamos impermeabilizar el edificio antes de que llegue el invierno.

προστατεύομαι από κτ, προφυλάσσομαι από κτ

Usa un sombrero para cuidarte del sol.

προστατεύω, προφυλάσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La pared protegía a Juan del viento.
Ο τοίχος προστάτευσε (or: προφύλαξε) τον Τζον από τον αέρα.

κάνω κτ απαραβίαστο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω αντικραδασμικό

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περνάω αντιδιαβρωτική επίστρωση σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προστατεύω, προφυλάσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Generalmente los padres quieren proteger a sus hijos.
Οι γονείς συχνά επιθυμούν να προστατέψουν τα παιδιά τους.

προστατεύω, προφυλάσσω

locución verbal (κάποιον από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy quiere proteger a su familia del daño.
Η Νάνσι θέλει να προστατέψει (or: να προφυλάξει) την οικογένειά της από ο,τιδήποτε κακό.

σκιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los árboles tapan el sol del jardín.
Τα δέντρα έριχναν τη σκιά τους στον κήπο.

προστατεύω κτ από κτ

La sombrilla protegía el patio contra el sol.
Η ομπρέλα προστάτευε το αίθριο από τον ήλιο.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του proteger στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.