Τι σημαίνει το próximo στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης próximo στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του próximo στο πορτογαλικά.

Η λέξη próximo στο πορτογαλικά σημαίνει επόμενος, επερχόμενος, επικείμενος, επικείμενος, ερχόμενος, κατά προσέγγιση, επόμενος, επόμενος, ερχόμενος, προσεχής, επόμενος, κοντινός, που πλησιάζει, που προσεγγίζει, επικείμενος, κοντά, επόμενος, κοντινός, επόμενος, στενός, επόμενος, προσωπικός, άμεσος, επόμενος, όμοιος, παρόμοιος, όμοιος, κοινός, κοντινός, κοντινός, επόμενος, ερχόμενος, πλησίον, επερχόμενος, επικείμενος, κοντά μου, δεμένος, κοντά, κοντά, από κοντά, συνάνθρωπος, κοντινός, στενός, κοντινός, στενός, που είναι κοντά, κοντά σε, πιο κοντά, κοντινότερος, πλησιέστερος, πλησιέστερος, κοντινότερος, αρκετά κοντά σε σχέση με, κοντινότερος, του χρόνου, την Κυριακή, το νωρίτερο, το συντομότερο, όταν θα πλησιάζει η ώρα, όταν θα πλησιάζει ο καιρός, στο άμεσο μελλον, στο εγγύς μέλλον, σύντομα, εις το επανιδείν, το πιο μακρινό σημείο της θάλασσας που βλέπει κπ από την ακτή, ως εκεί που φτάνει το μάτι, δίπλα στην αρένα, κοντά στην αρένα,ρίνγκ, στενός φίλος, αυτός που έχει σειρά, κοντινότερος συγγενής, στενός,κοντινός συγγενής, κοντινότερο σημείο εστίασης, η πιο κοντινή πλευρά, Εγγύς Ανατολή, επόμενο βήμα, το επόμενο βήμα, μακριά από, που απέχει πολύ από, ακολουθώ, έπομαι, στέκομαι πλάι σε κπ, είμαι δίπλα σε κπ, είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι πλάι σε κπ, πλησιέστερος, πλησιέστερος, κοντινότερος, δίπλα στην αρένα, στο ρίνγκ, αρκετά κοντά έτσι ώστε, στην παραλία, ακτή, πιο κοντά, μέχρι να τα ξαναπούμε, στον επόμενο, επόμενος στη σειρά διαδοχής, κοντά σε, δίπλα σε, κάνω το επόμενο βήμα, ακολουθώ, κοντινότερος, πλησιάζω, σειρά, συντομότερα, κοντά σε, κοντά, δεμένος με κπ, πιο κοντά στην αρχική βάση, πιο κοντά στην αρχική πλάκα, στα ανοιχτά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης próximo

επόμενος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nós vamos pegar o próximo voo.
Θα πάρουμε το επόμενο αεροπλάνο.

επερχόμενος, επικείμενος

(que vem, que está por vir)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A crise de petróleo que vem (or: que está por vir) assusta a economia.
Η επερχόμενη πετρελαϊκή κρίση απειλεί την οικονομία.

επικείμενος, ερχόμενος

adjetivo (tempo) (χρόνος: πολύ σύντομα)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Η εφημερίδα περιέχει αρκετά άρθρα για την επικείμενη (or: προσεχή) συνάντηση κορυφής των G8.

κατά προσέγγιση

adjetivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επόμενος

(dia, etc: seguinte)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επόμενος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eu vou ajudar a próxima pessoa da fila.
Θα βοηθήσω τον επόμενο στη σειρά.

ερχόμενος, προσεχής, επόμενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O que tu farás na próxima semana?
Τι κάνεις την ερχόμενη εβδομάδα;

κοντινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jim frequentou uma escola próxima.
Ο Τζιμ πήγαινε σε ένα γειτονικό σχολείο.

που πλησιάζει, που προσεγγίζει

adjetivo (distância)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η καταιγίδα που πλησίαζε έκανε σύντομα τον ουρανό μαύρο.

επικείμενος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
"A guerra nuclear está próxima!" estava escrito nos folhetos.
«Ένας πυρηνικός πόλεμος είναι επικείμενος!», ήταν σχεδιασμένο με έντονους χαρακτήρες στα μαύρα και κίτρινα φυλλάδια.

κοντά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cuidado, os botões "editar" e "apagar" são perigosamente próximos!
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τα σπίτια τους είναι σε κοντινή απόσταση.

επόμενος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quem é o próximo?
Ποιος έχει σειρά;

κοντινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Não há lojas na área próxima a Jim, por isso ele tem de dirigir para fazer compras.
Δεν υπάρχουν καταστήματα στη γύρω περιοχή του Τζιμ και έτσι πρέπει να πάρει το αμάξι για να πάει για ψώνια.

επόμενος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A próxima coisa a se fazer após conseguir lenha é colocá-la toda num lugar seco.
Το επόμενο πράγμα που πρέπει να κάνουμε αφού μαζέψουμε ξύλα για τη φωτιά, είναι να τα βάλουμε σε ένα στεγνό μέρος.

στενός

adjetivo (η σχέση, όχι οι συγγενείς)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Os dois meninos são primos próximos.
Τα δυο αγόρια είναι κοντινά ξαδέρφια.

επόμενος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Prossiga para a próxima porta aberta.
Προχωρήστε στο κοντινότερο ανοιχτό παράθυρο.

προσωπικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άμεσος

adjetivo (perto no tempo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eu farei o trabalho no futuro próximo.
Θα κάνω τη δουλειά στο προσεχές μέλλον.

επόμενος

advérbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vamos visitar a família no próximo Natal.
Θα επισκεφτούμε τους συγγενείς μας τα επόμενα Χριστούγεννα.

όμοιος, παρόμοιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sua filosofia é próxima à de Roger, que foi seu professor e mentor.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έχουμε παρεμφερείς απόψεις για θέματα διαπαιδαγώγησης.

όμοιος, κοινός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Seus pontos de vista sobre a história são extremamente próximos.

κοντινός

adjetivo (parecido ao original)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tem uma semelhança próxima com a pintura original.

κοντινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επόμενος, ερχόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Eu espero trabalhar com você nas próximas semanas.
Ανυπομονώ για τη συνεργασία μας τις επόμενες εβδομάδες.

πλησίον

substantivo masculino (figurado: pessoa semelhante)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επερχόμενος, επικείμενος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Kyle foi comprar alguns suprimentos para os eventos vindouros.
Ο Κάυλ πήγε να αγοράσει μερικές προμήθειες για τις προσεχείς εκδηλώσεις.

κοντά μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Durante a época de gripe, mantenha uma caixa de lenços próxima.

δεμένος

adjetivo (amizade, relacionamento)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Éramos muito próximos no ensino médio.

κοντά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele fez um gesto para que chegássemos perto.
Μας έκανε νόημα να έρθουμε κοντά.

κοντά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

από κοντά

(em alcance próximo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

συνάνθρωπος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

κοντινός, στενός

adjetivo (de relação próxima)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nós convidamos todos os parentes próximos ao casamento.
Έχουμε καλέσει όλους τους κοντινούς συγγενείς στον γάμο.

κοντινός, στενός

adjetivo (amigos) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ela reuniu os amigos próximos para contar sobre o noivado.

που είναι κοντά

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοντά σε

adjetivo (perto de, junto a)

πιο κοντά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Julie estava mais perto da árvore que de Paul.

κοντινότερος, πλησιέστερος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πλησιέστερος, κοντινότερος

locução adjetiva (fisicamente: perto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Που είναι το κοντινότερο φαρμακείο;

αρκετά κοντά σε σχέση με

locução adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοντινότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

του χρόνου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Esperamos te ver novamente no próximo ano.
Ελπίζουμε να σε ξαναδούμε του χρόνου.

την Κυριακή

locução adverbial (ερχόμενη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

το νωρίτερο, το συντομότερο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

όταν θα πλησιάζει η ώρα, όταν θα πλησιάζει ο καιρός

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στο άμεσο μελλον

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

στο εγγύς μέλλον, σύντομα

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εις το επανιδείν

(adeus por enquanto)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το πιο μακρινό σημείο της θάλασσας που βλέπει κπ από την ακτή, ως εκεί που φτάνει το μάτι

(figurado: algo iminente)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δίπλα στην αρένα, κοντά στην αρένα,ρίνγκ

(πυγμαχία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στενός φίλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tom é um amigo próximo.
Ο Τομ είναι στενός μου φίλος.

αυτός που έχει σειρά

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοντινότερος συγγενής

Minha irmã está registrada como meu parente próximo em todos os formulários de emergência. As autoridades não vão revelar o nome da vítima até o parente próximo dele ter sido notificado.
Οι αρχές δεν θα αποκαλύψουν το όνομα του θύματος, έως ότου ειδοποιηθούν οι εγγύτεροι συγγενείς του.

στενός,κοντινός συγγενής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κοντινότερο σημείο εστίασης

(ponto mais perto onde a visão ainda é nítida)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η πιο κοντινή πλευρά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Εγγύς Ανατολή

substantivo próprio (arcaico)

επόμενο βήμα

substantivo masculino

το επόμενο βήμα

(como progredir, o que fazer em seguida) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μακριά από, που απέχει πολύ από

locução prepositiva (distante)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Η τράπεζα είναι μακριά από τη βιβλιοθήκη.

ακολουθώ, έπομαι

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στέκομαι πλάι σε κπ, είμαι δίπλα σε κπ

(μτφ: συμπαράσταση)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι πλάι σε κπ

(μτφ: συμπαράσταση)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

πλησιέστερος

locução adjetiva (número: mais próximo) (αριθμός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Στρογγυλέψτε στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό.

πλησιέστερος, κοντινότερος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δίπλα στην αρένα, στο ρίνγκ

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Καθήσαμε δίπλα στο ρινγκ, είδαμε το ματς από πολύ κοντά.

αρκετά κοντά έτσι ώστε

locução adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στην παραλία, ακτή

locução adverbial

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πιο κοντά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μέχρι να τα ξαναπούμε

(por enquanto, até o próximo encontro)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στον επόμενο

locução adverbial (a próxima pessoa numa fila)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

επόμενος στη σειρά διαδοχής

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοντά σε, δίπλα σε

locução adverbial

Leve a bicicleta perto de você.
Πάρε το ποδήλατο κοντά σου.

κάνω το επόμενο βήμα

(figurado: ter coragem) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακολουθώ

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κοντινότερος

locução adjetiva (parecido)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ξέρω ότι κανένα από αυτά δεν είναι το χρώμα που ήθελες, αλλά ποιο είναι το κοντινότερο;

πλησιάζω

(figurativo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σειρά

expressão verbal

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu sou o jogador reserva, se alguém do nosso time se machucar, eu sou o próximo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Είναι η σειρά σου.

συντομότερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κοντά σε

Perto de seus pés, ela encontrou uma moeda.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Κοντά στα πόδια της, βρήκε ένα κέρμα.

κοντά

(σε κάτι/κάποιον)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
O banco fica perto do correio.
Η τράπεζα είναι κοντά στο ταχυδρομείο.

δεμένος με κπ

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ben sempre foi próximo da irmã dele.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έχω πολύ στενή σχέση με τα ξαδέρφια μου, παρόλο που ζουν στο εξωτερικό.

πιο κοντά στην αρχική βάση, πιο κοντά στην αρχική πλάκα

expressão (beisebol)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os jogadores internos jogam próximo a primeira base quando há um corredor na terceira.

στα ανοιχτά

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το εγκαταλελειμμένο σκάφος βρέθηκε να πλέει ακυβέρνητο στα ανοιχτά της Νότιας Καρολίνα.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του próximo στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.