Τι σημαίνει το pry στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pry στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pry στο Αγγλικά.

Η λέξη pry στο Αγγλικά σημαίνει κάνω αδιάκριτες ερωτήσεις, θέλω να ξέρω τα πάντα για κτ, ρωτάω πολλά για κτ, ανοίγω, βραβείο, έπαθλο, βάζω ψηλά, έχω ψηλά, ανοίγω, έξοχος, εξαίρετος, εξαιρετικός, εξαιρετικός, εντελώς, επιβράβευση, ανταμοιβή, ξεκολλάω, ανοίγω, αποσπώ κτ από κτ, αποσπώ κτ από κπ, αποσπώ κτ από κτ, ξεκολλάω, ανοίγω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pry

κάνω αδιάκριτες ερωτήσεις

intransitive verb (ask personal questions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tim's boss always wanted to know everything Tim got up to outside of work; he was always prying and Tim hated it.
Το αφεντικό του Τιμ ήθελε να ξέρει όλα όσα έκανε ο Τιμ εκτός δουλειάς. Γινόταν πάντα αδιάκριτος και ο Τιμ το μισούσε αυτό.

θέλω να ξέρω τα πάντα για κτ, ρωτάω πολλά για κτ

(ask personal questions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Wendy hated the way her mother was always prying into her love life. It's rude to pry into others' business.
Η Γουέντυ μισούσε τον τρόπο με τον οποίο η μητέρα της πάντα έχωνε τη μύτη της στην ερωτική της ζωή. Είναι αγενές να χώνεις τη μύτη σου στις ξένες υποθέσεις.

ανοίγω

transitive verb (US (open by levering) (με εργαλείο, σήκωμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The robbers pried the door with a crowbar.
Οι διαρρήκτες παραβίασαν την πόρτα με λοστό.

βραβείο, έπαθλο

noun (award to be won)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The winner of this competition will receive a prize of £500.
Ο νικητής του διαγωνισμού αυτού θα λάβει ως βραβείο 500 λίρες.

βάζω ψηλά, έχω ψηλά

transitive verb (find [sth] important) (καθομ, μεταφορικά)

Maggie prized her friendship with Lydia.
Η Μάγκυ εκτιμούσε τη φιλία της με τη Λυδία.

ανοίγω

transitive verb (pry: raise, open by levering) (με σήκωμα, μόχλευση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The robbers prized the door with a crowbar.
Οι διαρρήκτες παραβίασαν την πόρτα με έναν λοστό.

έξοχος, εξαίρετος, εξαιρετικός

adjective (excellent, award-winning)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tom was very proud of his prize marrow, which had taken top place at the village show.

εξαιρετικός

adjective (very good)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There were some prize specimens at the cattle show.

εντελώς

adjective (complete, utter)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You really are a prize idiot!

επιβράβευση, ανταμοιβή

noun (reward)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her mum wanted to give her some money for all her hard work, but getting into her first choice of university is all the prize Ann needs.

ξεκολλάω

phrasal verb, transitive, separable (draw away with difficulty) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Once my son got his own laptop, I could scarcely pry him away from it.

ανοίγω

(open by levering) (με μόχλευση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποσπώ κτ από κτ

(extract with difficulty) (με δυσκολία)

The thieves prized Bill's wallet from his grasp.

αποσπώ κτ από κπ

verbal expression (figurative (information: extract from [sb])

Paisley didn't want to give away Imogen's secret, but her colleagues prized it out of her.

αποσπώ κτ από κτ

verbal expression (extract with difficulty) (με δυσκολία)

ξεκολλάω

(loosen [sth] by pulling) (ανάλογα το είδος της κίνησης)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανοίγω

(open [sth] by levering) (με σήκωμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pry στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.