Τι σημαίνει το raise στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης raise στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του raise στο Αγγλικά.
Η λέξη raise στο Αγγλικά σημαίνει σηκώνω, σηκώνω, δυναμώνω, ανεβάζω, ανεβάζω, αυξάνω, συγκεντρώνω, αυξάνω, μεγαλώνω, καλλιεργώ, σηκώνω, αύξηση, άνοδος, αύξηση, άνοδος, αύξηση, σηκώνω, χτίζω, συγκεντρώνω, προκαλώ, δημιουργώ, εκτρέφω, κάνω, θέτω, ανεβάζω, ξεσηκώνω, προάγομαι, κάνω ρελάνς, σηκώνω, σταματώ, διακόπτω, επικοινωνώ, κάνω σαματά, σηκώνω, ανεβάζω, δίνω αύξηση σε κπ, ανεβάζω τη διάθεση, αύξηση, κάνω οικογένεια, θέτω ένα ερώτημα, θέτω μια ερώτηση, θέτω το ζήτημα, θέτω το ερώτημα, προκαλώ χαμόγελα, κάνω ντόρο, κάνω σαματά, κάνω φασαρία, ξαφνιάζομαι, δυσπιστώ, αμφιβάλλω, αποδοκιμάζω, ενημερώνω, ενημερώνω κπ για κτ, κάνω αύξηση κεφαλαίου, εγείρω δεοντολογικά ζητήματα, εγείρω ζητήματα δεοντολογίας, εγείρω ζητήματα ηθικής, προκαλώ έκπληξη, προκαλώ αντιδράσεις, συγκεντρώνω χρήματα, ανεβάζω το κόστος, ανεβάζω την τιμή, συγκεντρώνω χρήματα, μαζεύω χρήματα, φέρνω αντιρρήσεις, φέρνω αντίρρηση, βγαίνω μπροστά, ανεβάζω τον πήχυ, ανεβάζω την τιμή προσφοράς, ανεβάζω στροφές, σηκώνω, ανεβάζω, δυσανασχετώ, μιλάω πιο δυνατά, ανεβάζω τον τόνο της φωνής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης raise
σηκώνωtransitive verb (height: increase) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We raised the beach umbrella by six inches. Σηκώσαμε την ομπρέλα θαλάσσης κατά έξι ίντσες. |
σηκώνωtransitive verb (lift into air) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Raise your hand if you have a question. Σηκώστε το χέρι σας, εάν έχετε κάποια ερώτηση. |
δυναμώνω, ανεβάζωtransitive verb (increase: volume) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Would you raise the volume so I can hear it? Μπορείς να δυναμώσεις (or: ανεβάσεις) τον ήχο για να ακούω; |
ανεβάζωtransitive verb (intensity: increase) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Guys, we need to raise our level of play or we won't win the game. Παιδιά, πρέπει να ανεβάσουμε το επίπεδό μας στο παιχνίδι, διαφορετικά δεν θα κερδίσουμε τον αγώνα. |
αυξάνωtransitive verb (salary: increase) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The company raised everybody's salary by 3%. Η εταιρεία έκανε αύξηση 3% στους μισθούς όλων. |
συγκεντρώνωtransitive verb (money: collect) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We raised five thousand dollars for the charity. Μαζέψαμε πέντε χιλιάδες δολάρια για το φιλανθρωπικό σκοπό. |
αυξάνωtransitive verb (price, rent: increase) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The landlord raised the rent by one hundred dollars a month. Ο ιδιοκτήτης ανέβασε το νοίκι κατά εκατό δολάρια το μήνα. |
μεγαλώνωtransitive verb (children: rear) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We raised the children to be respectful of their parents. |
καλλιεργώtransitive verb (crops: cultivate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Many farmers in Ohio raise corn. Πολλοί αγρότες στο Οχάιο καλλιεργούν καλαμπόκι. |
σηκώνωtransitive verb (head: tilt upwards) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He raised his head once he heard his name. Σήκωσε το κεφάλι του, μόλις άκουσε το όνομά του. |
αύξηση, άνοδοςnoun (increase) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The raise in prices made housing difficult to afford. Η αύξηση (or: άνοδος) των τιμών καθιστά δύσκολη την αγορά ακινήτου. |
αύξηση, άνοδοςnoun (US, informal (rise: increase amount) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The 10% raise in prices made things too expensive. |
αύξησηnoun (US, informal (pay rise: increase in pay) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He got a raise of 4%. Του έδωσαν 4% αύξηση. |
σηκώνωtransitive verb (window: open) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let's raise the windows to allow some fresh air in here. |
χτίζωtransitive verb (structure: erect) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It took the company three weeks to raise a barn there. |
συγκεντρώνωtransitive verb (support: rally) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The political party tried to raise support among voters. |
προκαλώ, δημιουργώtransitive verb (provoke, rouse) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The opposition raised a commotion in the House of Deputies. |
εκτρέφωtransitive verb (animals: rear) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The farmer who lives there raises sheep. |
κάνω, θέτωtransitive verb (bring up: issue, objection, etc) (ερώτηση, ερώτημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He raised a question about finances to the board of directors. Someone at the meeting raised the idea of finishing work early on Fridays. |
ανεβάζωtransitive verb (animate) (ηθικό, διάθεση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The success of his novel raised his spirits. |
ξεσηκώνωtransitive verb (stir up, lead) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The community leader raised a protest over the new laws. |
προάγομαιtransitive verb (promote: in rank) (εγώ ο ίδιος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) After his bravery in battle, he was raised to the rank of major. Το προβίβασαν σε ταγματάρχη μετά την ανδρεία του στη μάχη. |
κάνω ρελάνςtransitive verb (poker bet: increase) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I match your bet, and raise you five. |
σηκώνωtransitive verb (bridge: lift) They raised the road's drawbridge to allow the boat through. |
σταματώ, διακόπτωtransitive verb (military: siege) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The attacking army raised their siege of the walled city after a month. |
επικοινωνώtransitive verb (radio: make contact) (με κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Try to raise headquarters, if that old transmitter still works. |
κάνω σαματάphrasal verb, intransitive (be extremely noisy) (καθομιλουμένη) |
σηκώνω, ανεβάζωphrasal verb, transitive, separable (lift, hold aloft) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A kid asked me to raise him up so he could see the parade better. Ένα πιτσιρίκι μου ζήτησε να το σηκώσω ψηλά για να μπορέσει να δει καλύτερα την παρέλαση. |
δίνω αύξηση σε κπverbal expression (informal (increase [sb]'s pay) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανεβάζω τη διάθεσηverbal expression (improve [sb]'s mood) These party songs are guaranteed to lift your spirits. |
αύξησηnoun (increase in wages, salary) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Staff are expected to settle for a pay rise of around 1%. |
κάνω οικογένειαverbal expression (bring up children) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θέτω ένα ερώτημα, θέτω μια ερώτησηverbal expression (ask [sth], enquire) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mark raised a difficult question during the meeting and nobody wanted to answer it. |
θέτω το ζήτημα, θέτω το ερώτημαverbal expression (pose an issue) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The report raises the question of how to deal with the unemployed. |
προκαλώ χαμόγελαverbal expression (be funny) (σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) His amusing introduction raised a smile from the audience. |
κάνω ντόρο, κάνω σαματά, κάνω φασαρίαexpression (make a fuss) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξαφνιάζομαιverbal expression (show surprise) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δυσπιστώ, αμφιβάλλωverbal expression (show disbelief) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποδοκιμάζωverbal expression (show disapproval) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ενημερώνωverbal expression (increase public understanding) (γνώση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Little is known about this disease, so I am making a film to raise awareness. Η ασθένεια αυτή είναι ελάχιστα γνωστή και έτσι θα κάνω μια ταινία για να ευαισθητοποιήσω τον κόσμο. |
ενημερώνω κπ για κτverbal expression (increase understanding of [sth]) (γνώση) People are wearing wristbands this month to raise awareness of mental health issues. |
κάνω αύξηση κεφαλαίου(obtain investments) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εγείρω δεοντολογικά ζητήματα, εγείρω ζητήματα δεοντολογίας, εγείρω ζητήματα ηθικήςverbal expression (be morally complex or controversial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προκαλώ έκπληξηverbal expression (informal, figurative (cause surprise) |
προκαλώ αντιδράσειςverbal expression (informal, figurative (cause disapproval) |
συγκεντρώνω χρήματαverbal expression (make money for a cause) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανεβάζω το κόστος, ανεβάζω την τιμήtransitive verb (increase the cost of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συγκεντρώνω χρήματα, μαζεύω χρήματαverbal expression (generate funds: for a cause) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We're raising money for the earthquake relief effort. |
φέρνω αντιρρήσεις, φέρνω αντίρρησηverbal expression (disagree) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) What shall we do if people raise objections to the new plans? |
βγαίνω μπροστάverbal expression (figurative (admit to [sth], confess) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανεβάζω τον πήχυverbal expression (figurative (set standards higher) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανεβάζω την τιμή προσφοράςverbal expression (force the amounts bid to increase) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He raised the biddings with a poker in hand, but he lost everything. |
ανεβάζω στροφέςverbal expression (figurative (intensify or increase [sth]) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σηκώνω, ανεβάζωverbal expression (make higher) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) When basketball players speak, we usually have to raise the height of the microphone. |
δυσανασχετώverbal expression (figurative (show skepticism) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μιλάω πιο δυνατάverbal expression (speak more loudly) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Please raise your voice - I can't hear you very well. |
ανεβάζω τον τόνο της φωνήςverbal expression (shout) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Don't raise your voice at your mother, young man. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του raise στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του raise
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.