Τι σημαίνει το push στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης push στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του push στο Αγγλικά.

Η λέξη push στο Αγγλικά σημαίνει σπρώχνω, πιέζω, προσπάθεια, σπρώξιμο, παρόρμηση, επίθεση, επιμένω, σπρώχνω, πιέζω, πουλάω, πουλώ, σπρώχνω, συνεχίζω, βάζω τα δυνατά μου, φεύγω, σπρώχνω, εκφοβίζω, καταπιέζω, σπρώχνω, κάνω κπ/κτ στην άκρη, αφήνω κπ/κτ στην άκρη, διώχνω, σπρώχνω, απορρίπτω, απωθώ, αποκρούω, προωθώ, ασκώ πίεση, προχωρώ, προοδεύω, προωθώ κτ παρά τις δυσκολίες, χώνομαι στην ουρά, χώνομαι, κάνω πίσω, την κάνω, επιμένω, προχωρώ, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, σπρώχνω κτ για να ανοίξει, αποκλείω, εξαιρώ, δεν επιτρέπω την συμμετοχή, αναπτύσσομαι προς τα έξω, σπρώχνω, επιβάλλω, στην ανάγκη, σπρώχνω, σκούπα, πιεστικός διακόπτης, πίεσης, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, ρίχνω, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, πιέζω κτ σε κτ, Κάν' την!, φέρνω κπ στα άκρα, ωθώ κπ στα άκρα, ξεπερνώ τα όρια, σπρώχνω κτ προς τα επάνω, ανεβάζω, βλέπω τα ραδίκια ανάποδα, ανεβάζω το ποσό της πλειοδοσίας, προκαλώ την τύχη μου, περνάω σπρώχνοντας, πιέζω τον εαυτό μου, πιέζω τον εαυτό μου για να κάνω κτ, πουσάπ, για ανόρθωση, σουτιέν pushup, όταν φτάνει ο κόμπος στο χτένι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης push

σπρώχνω

transitive verb (shove, force)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you want to get out, you need to push the door instead of pulling it. The rude man pushed the people out of the way.
Αν θες να βγεις, πρέπει να σπρώξεις την πόρτα αντί να την τραβήξεις.

πιέζω

transitive verb (press)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Push that button to start the blender.
Πατήστε το κουμπί για να ξεκινήσει το μπλέντερ.

προσπάθεια

noun (effort)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The last-minute push helped them reach a resolution.
Η προσπάθεια της τελευταίας στιγμής τους βοήθησε να φτάσουν σε μια απόφαση.

σπρώξιμο

noun (thrust)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The push against the car finally got it rolling.

παρόρμηση

noun (US (impulse)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She bought the shoes on a push.

επίθεση

noun (military: offensive)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The push to take the island was ordered by the general.

επιμένω

intransitive verb (figurative (make persistent efforts)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I do not agree! Will you please stop pushing.

σπρώχνω

intransitive verb (move forcefully)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She pushed through the crowd.

πιέζω

transitive verb (urge, coerce) (κπ για κτ, κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He pushed her to go to the store with him.

πουλάω, πουλώ

transitive verb (figurative (drugs, etc.: sell)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The young man was arrested for pushing drugs.

σπρώχνω

phrasal verb, transitive, inseparable (put up resistance to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The crowd pushed against the barrier to try to see what was happening.

συνεχίζω

phrasal verb, intransitive (persevere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Although the path was becoming very steep, the hikers decided to push ahead.

βάζω τα δυνατά μου

phrasal verb, intransitive (struggle to succeed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The team played badly at first, but they pushed along and won the game.

φεύγω

phrasal verb, intransitive (UK, informal (leave, go)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σπρώχνω

phrasal verb, transitive, separable (literal (move or shove about)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκφοβίζω, καταπιέζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (bully, order about)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπρώχνω

phrasal verb, transitive, separable (shove to one side)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fans pushed each other aside to get a position near the front of the stage. Julie pushed the brambles aside so that she could get past without being scratched.

κάνω κπ/κτ στην άκρη, αφήνω κπ/κτ στην άκρη

phrasal verb, transitive, separable (figurative (dismiss, disregard) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She decided to push aside all negative thoughts and thus became a happier person.

διώχνω, σπρώχνω

phrasal verb, transitive, separable (shove back)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The toddler pushed the bowl of porridge away.

απορρίπτω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (reject)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I wish Tom would talk to me about his worries instead of pushing me away.

απωθώ, αποκρούω

phrasal verb, transitive, separable (force to retreat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The Austrians counter charged and pushed the Prussian cavalry back.
Οι Αυστριακοί αντεπιτέθηκαν και απώθησαν (or: απέκρουσαν) το ιππικό της Πρωσίας.

προωθώ, ασκώ πίεση

phrasal verb, transitive, inseparable (create pressure in favour of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προχωρώ, προοδεύω

phrasal verb, intransitive (keep advancing)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hannibal's army pushed forward over the Alps.

προωθώ κτ παρά τις δυσκολίες

(proceed with despite obstacles)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Although she did not receive enough financial aid, she pushed forward with her plan to attend the university.

χώνομαι στην ουρά

phrasal verb, intransitive (UK, informal (jump a queue)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I hate people who push in; they have no manners.

χώνομαι

phrasal verb, intransitive (US, informal (aggressively enter a group of people)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω πίσω

phrasal verb, intransitive (slang (go away) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He tried to break up their fight but they both told him to push off.
Προσπάθησε να τους χωρίσει, ενώ μάλωναν, αλλά κι οι δυο του είπαν να κάνει πίσω.

την κάνω

phrasal verb, intransitive (slang (leave) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We'd better push off; it's almost dark.

επιμένω, προχωρώ

phrasal verb, intransitive (persevere, keep going)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ

phrasal verb, transitive, inseparable (exert pressure against)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπρώχνω κτ για να ανοίξει

phrasal verb, transitive, separable (open by leaning or shoving)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποκλείω, εξαιρώ, δεν επιτρέπω την συμμετοχή

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (exclude, oust)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her clique pushed her out when she made a major social faux pas.
Η κλίκα της την απέκλεισε όταν έκανε μια σημαντική, κοινωνική, άστοχη ενέργεια.

αναπτύσσομαι προς τα έξω

phrasal verb, intransitive (expand outwards)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σπρώχνω

phrasal verb, transitive, separable (shove to the ground)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιβάλλω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (force to accept)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The government pushed the bill through despite the protests of many members of their party.

στην ανάγκη

adverb (UK, informal (with difficulty)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σπρώχνω

(move [sth] forward)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trevor walked into the supermarket, pushing the trolley ahead.

σκούπα

noun (long-handled brush for sweeping)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
At night, the school janitor uses a push broom to clean all the classrooms.

πιεστικός διακόπτης

noun (control knob)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πίεσης

adjective (control knob: pressed) (σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Modern cars have push-button radio controls.

ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ

(apply pressure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Push down on the table leaf to fold it out of the way.
Σπρώξε την επέκταση του τραπεζιού για να τη διπλώσεις.

ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ

(press downwards)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Push the lever down to start the pump.
Σπρώξε τον μοχλό για να ξεκινήσει η αντλία να δουλεύει.

ρίχνω

(cause to fall)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cows pushed down the fence to get to the grass.
Οι αγελάδες έριξαν τον φράκτη για να φτάσουν στο χορτάρι.

ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ

(hold down by pressing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll push the branch down while you climb over it.
Θα πιέσω το κλαδί προς τα κάτω όσο εσύ θα σκαρφαλώνεις από πάνω του.

ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ

transitive verb (literal (crush [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιέζω κτ σε κτ

(press [sth] inside [sth])

Push the chocolate chips into the top of the muffins before you bake them.

Κάν' την!

interjection (slang (go away) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Push off! Go away and annoy someone else!

φέρνω κπ στα άκρα, ωθώ κπ στα άκρα

verbal expression (figurative (cause [sb] to lose self-control) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hunger pushed the little girl over the edge and she stole a loaf of bread from the bakery.

ξεπερνώ τα όρια

verbal expression (figurative (go beyond typical limit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Although it's considered tame now, in the 1960s, that TV show really pushed the envelope.

σπρώχνω κτ προς τα επάνω

(thrust, press upwards)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This bra pushes up your bust.

ανεβάζω

(figurative (price, bid: force to rise) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The town's popularity as a tourist destination has pushed up house prices.

βλέπω τα ραδίκια ανάποδα

verbal expression (figurative (be dead and buried) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανεβάζω το ποσό της πλειοδοσίας

verbal expression (force amounts bid to increase)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A couple of rival private collectors pushed the bidding up to ridiculous levels.
Δυο ανταγωνιζόμενοι ιδιωτικοί συλλέκτες ανέβασαν το ποσό της πλειοδοσίας σε γελοία επίπεδα.

προκαλώ την τύχη μου

verbal expression (be too confident)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περνάω σπρώχνοντας

verbal expression (move by shoving)

He rudely pushed his way to the stage.

πιέζω τον εαυτό μου

transitive verb and reflexive pronoun (strive hard, do one's utmost)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Olympic athletes sometimes push themselves too hard when training, and cause injuries to themselves.

πιέζω τον εαυτό μου για να κάνω κτ

verbal expression (strive hard to do [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πουσάπ

noun (usually plural (arm exercise) (συνήθως πληθυντικός)

The fitness instructor asked the class to do 20 push-ups.

για ανόρθωση

adjective (underwear: lifts the breasts)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σουτιέν pushup

noun (woman's undergarment)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

όταν φτάνει ο κόμπος στο χτένι

expression (when things become difficult) (μεταφορικά)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του push στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του push

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.