Τι σημαίνει το queda στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης queda στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του queda στο πορτογαλικά.

Η λέξη queda στο πορτογαλικά σημαίνει ύφεση της οικονομίας, κάμψη, πτώση, ελάττωση, μείωση, πτώση, πτώση, πτώση στάθμης, σύγκρουση, πτώση, πτώση, πτώση, πτώση, ρήψη, βουτιά, κοιλιά, κοιλιά, πτώση, πτώση, πέφτω, πτώση, το πώς πέφτει κτ, ο τρόπος που πέφτει κτ, πτώση, άλωση, πτώση, πτώση, κλίση, χτύπημα, Πτώση, απότομη πτώση, μου γυαλίζει, πτώση, ανατροπή, καψούρα, πτώση, κατάρρευση, πτώση, ξεπεσμός, κοιλιά, πρόσκρουση, πτώση, καταρράκτης, καταρράχτης, μου αρέσει κτ, βουτιά, εξυγίανση της αγοράς, πτώση τάσης, πέσιμο με τον πισινό, κατολίσθηση, κατακρήμνιση, ελεύθερη πτώση, μπρα ντε φερ, μείωση αξίας, πτώση, πτώση θερμοκρασίας, το να πέσω σε δυσμένεια, είμαι ερωτευμένος με κπ, ελεύθερη πτώση, πέφτει η τάση, πτωτικός, κάθετη πτώση, ελεύθερη πτώση, μου αρέσει κπ, ελεύθερη πτώση, βουτιά, διακοπή, που μειώνεται, πεσμένος, που μειώνεται απότομα, βουτιά, θέατρο, καταρράκτης, καταρράχτης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης queda

ύφεση της οικονομίας

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάμψη

substantivo feminino (figurativo) (επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πτώση, ελάττωση, μείωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πτώση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A queda no mercado gerou preocupação em alguns investidores.
Η πτώση (or: βουτιά) της αγοράς προκάλεσε την ανησυχία κάποιων επενδυτών.

πτώση

substantivo feminino (ações: declínio) (μετοχών, τιμών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As ações começaram a semana em queda acentuada.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η κάθετη πτώση στις μετοχές της εταιρείας προκάλεσε αναστάτωση στους επενδυτές.

πτώση στάθμης

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A queda do nível de água alarmou as autoridades locais.

σύγκρουση

(avião)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πτώση

substantivo feminino (ato de cair) (από ψηλά προς χαμηλά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A queda das nozes da árvore faz um barulho grande.
Το πέσιμο των καρπών από το δέντρο κάνει έναν δυνατό θόρυβο.

πτώση

substantivo feminino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A queda das ações valorizadas surpreendeu os analistas.
Η πτώση της αξίας της μετοχής εξέπληξε τους αναλυτές.

πτώση

substantivo feminino (governante) (ηγεμόνα: από την εξουσία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A queda do ditador foi bem recebida por todos fora do país.
Η πτώση του δικτάτορα καλωσορίστηκε από όλους στο εξωτερικό.

πτώση

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tem ocorrido uma queda vertiginosa nas vendas com o agravamento da crise econômica.
Σημειώθηκε απότομη πτώση των πωλήσεων καθώς χτύπησε η οικονομική κρίση.

ρήψη

substantivo feminino (luta)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βουτιά

(figurado, financeiro) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Houve uma queda recente nos preços das casas.
Παρατηρήθηκε βουτιά στις τιμές των σπιτιών.

κοιλιά

(figurado, financeiro) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Houve uma queda na compra e venda de imóveis após a crise financeira.
Ο κατασκευαστικός τομέας έκανε κοιλιά μετά την κατάρρευση της οικονομίας.

κοιλιά

(figurado, produtividade) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rachel tem tido uma queda em seu volume de trabalho desde que seu principal cliente faliu.
Η Ρέητσελ παρατήρησε κοιλιά στον φόρτο εργασίας της από τότε που ο βασικός της πελάτης πτώχευσε.

πτώση

substantivo feminino (ruína) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esta é a história da queda de Richard Nixon.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αυτό το βιβλίο περιγράφει την παρακμή και την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

πτώση

substantivo feminino (derrota)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela escreveu um livro sobre a queda da França em 1940.
Έγραψε ένα βιβλίο για την πτώση της Γαλλίας το 1940.

πέφτω

substantivo feminino

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O rio tem uma queda de mais ou menos 50 metros.
Το ποτάμι πέφτει από μια απόσταση περίπου πενήντα μέτρων.

πτώση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela sofreu uma queda feia enquanto cavalgava.
Υπέστη μια άσχημη πτώση ενώ έκανε ιππασία.

το πώς πέφτει κτ, ο τρόπος που πέφτει κτ

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele estava encantado pelos cabelos em queda sobre os ombros dela.
Μαγεύτηκε από τον τρόπο που έπεφταν τα μαλλιά της στους ώμους της.

πτώση, άλωση

substantivo feminino (captura)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Odisseu vagou por 10 anos depois da queda de Tróia.
Ο Οδυσσέας περιπλανήθηκε για δέκα χρόνια μετά την εκπόρθηση της Τροίας.

πτώση

substantivo feminino (de altitude)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A queda do avião assustou a todos.

πτώση

substantivo feminino (caída)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ben quebrou o braço na queda.

κλίση

(figurado, informal) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Kevin não tem queda por ajudar os outros.
Ο Κέβιν δεν είχε κλίση στο να βοηθά ανθρώπους που έχουν ανάγκη.

χτύπημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A queda da raquete contra a bola a fez voar.

Πτώση

substantivo feminino

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
Na Bíblia, a serpente trouxe a Queda.
Στη Βίβλο, το φίδι έφερε την πτώση.

απότομη πτώση

substantivo feminino

μου γυαλίζει

substantivo feminino (informal, paixão) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Της γυάλισε από την πρώτη τους συνάντηση.

πτώση

substantivo feminino (pessoa) (ατόμου: καταστροφή, μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Foi penoso para todos os defensores dele ver sua ruína.
Ήταν δύσκολο για τους οπαδούς του να βλέπουν την κατρακύλα του.

ανατροπή

substantivo feminino (governo) (κυβέρνησης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As pessoas nas ruas agora estão exigindo a queda do governo.
Ο κόσμος στους δρόμους απαιτεί τώρα την ανατροπή της κυβέρνησης.

καψούρα

substantivo feminino (informal, paixão intensa e passageira) (καθομιλουμένη: έρωτας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Paixonites são comuns entre os adolescentes.
Είναι σύνηθες για τους εφήβους να δαγκώνουν τη λαμαρίνα.

πτώση

substantivo feminino (declínio)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A queda dos preços vai prejudicar nossos lucros.
Η πτώση των τιμών θα μειώσει τα κέρδη μας.

κατάρρευση, πτώση

(literal) (υλικού πράγματος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O desabamento da parede estragou o carro.
Η κατάρρευση του κτιρίου προκάλεσε ζημιές σε ένα αυτοκίνητο.

ξεπεσμός

(για κοινωνική θέση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ήταν πραγματικός ξεπεσμός όταν η συγχώνευση του κόστισε την αντιπροεδρία.

κοιλιά

(μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρόσκρουση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O impacto quebrou o avião em dois.

πτώση

(BRA, economia: declínio, diminuição)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Τώρα ανακάμπτουμε απ' την περσινή πτώση των πωλήσεων.

καταρράκτης, καταρράχτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A cascata corria pelas pedras até uma bacia profunda abaixo.
Ο καταρράκτης (or: καταρράχτης) έτρεχε στους βράχους και χυνόταν σε μια βαθιά λίμνη.

μου αρέσει κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βουτιά

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εξυγίανση της αγοράς

(leve crise econômica)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πτώση τάσης

(ηλεκτρικού ρεύματος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πέσιμο με τον πισινό

(ως προσποιητό αστείο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατολίσθηση, κατακρήμνιση

(βράχων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ελεύθερη πτώση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μπρα ντε φερ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μείωση αξίας, πτώση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πτώση θερμοκρασίας

(diminuição no calor ou aquecimento)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το να πέσω σε δυσμένεια

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι ερωτευμένος με κπ

expressão verbal (figurado, ter atração)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

ελεύθερη πτώση

locução verbal

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πέφτει η τάση

expressão (eletricidade)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O aumento no uso de condicionadores de ar durante a onda de calor fez com que ocorresse uma queda de energia.
Η αυξημένη χρήση αιρκοντίσιον κατά τους καύσωνες ήταν η αιτία που έπεφτε η τάση του ρεύματος.

πτωτικός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κάθετη πτώση

(μεταφορικά)

ελεύθερη πτώση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μου αρέσει κπ

expressão (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελεύθερη πτώση

(figurado) (μτφ: απότομη πτώση)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Η παγκόσμια οικονομία έκανε ελεύθερη πτώση το φθινόπωρο του 2008.

βουτιά

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διακοπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που μειώνεται

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πεσμένος

locução adverbial (δείχνει μείωση)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
O preço do petróleo está em queda esta semana.
Η τιμή του πετρελαίου είναι πεσμένη αυτή την εβδομάδα.

που μειώνεται απότομα

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βουτιά

substantivo feminino (ações, preços) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O preço das ações sofreu uma queda brusca desde o começo da crise financeira global.

θέατρο

substantivo feminino (futebol) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A queda fingida do jogador deu a ele um cartão amarelo.

καταρράκτης, καταρράχτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Você pode ouvir a queda d'água ao longe.
Ο καταρράκτης (or: καταρράχτης) ακουγόταν από μακριά.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του queda στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.