Τι σημαίνει το raconter στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης raconter στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του raconter στο Γαλλικά.

Η λέξη raconter στο Γαλλικά σημαίνει μιλώ για κάτι, διηγούμαι, αφηγούμαι, αφηγούμαι, διηγούμαι, μιλάω για κτ, μιλώ για κτ, λέω, πετάω, εκτοξεύω, αφηγούμαι, πετάω, ξεφουρνίζω, ξεσπάω, ψωνισμένος, λέω αθώο ψέμα, λέω ψεματάκι, διηγούμαι, αφηγούμαι, λέω ένα παραμύθι, αφηγούμαι ένα παραμύθι, λέω ανοησίες, λέω χαζομάρες, λέω ψέμματα, καταγράφω, κρατώ ιστορικό, λέω αστεία, λέω ένα αστείο, λέω κάτι αστείο, λέω ένα αστείο, τα λέω χαρτί και καλαμάρι, καυχιέμαι, αναπολώ, λέω, παραπονούμαι, παραπονιέμαι, λέω, ξαναλέω, λέω μια ιστορία, αφηγούμαι μια ιστορία, λέω, ξαναλέω κτ σε κπ, αφηγούμαι, λέω παραμύθια, ξεκινώ συζήτηση/να μιλάω για, κάνω την παρουσίαση, κάνω την αφήγηση, λέω αργά, ξαναλέω κτ σε κπ, λέω ιστορίες για κτ, διηγούμαι ιστορίες για κτ, λέω βλακείες σε κπ, λέω ανοησίες σε κπ, κουτσομπολεύω, λέω κτ σε κπ, λέω, πλατειάζω, κουτσομπολεύω, σύμφωνα με, αναφέρω λεπτομερώς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης raconter

μιλώ για κάτι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διηγούμαι, αφηγούμαι

(λεπτομερώς)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le vieux Joe nous a raconté quelques-unes de ses meilleures histoires de guerre.
Ο γερο-Τζο εξιστόρησε μερικές από τις καλύτερες πολεμικές ιστορίες του.

αφηγούμαι, διηγούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le témoin raconta sa version du crime. Mon oncle ne cessait de raconter la même histoire à chaque fois que nous le voyions.

μιλάω για κτ, μιλώ για κτ

verbe transitif

λέω

verbe transitif (familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu as de ses nouvelles ? Allez, raconte !
Έμαθες κάτι για κείνη; Έλα, πες το μου!

πετάω, εκτοξεύω

(une blague) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Johanna voulait avoir une discussion sérieuse, mais Jim n'arrêtait pas de dire des blagues.

αφηγούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le voyageur relata son histoire.
Ο ταξιδιώτης αφηγήθηκε την ιστορία του.

πετάω

(familier, péjoratif) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jeremy est encore en train de débiter des âneries.

ξεφουρνίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Au grand dam de sa mère, il a laissé échapper tous les détails de sa maladie.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Προς μεγάλη μου έκπληξη μου ξεφούρνισε το μυστικό για την παράνομη σχέση που διατηρούσε.

ξεσπάω

(figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle se répand en un torrent de paroles sur tout ce qui lui passe par la tête.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Συχνά έρχεται σ' εμένα για να ξεσπάσει από τα προβλήματά του.

ψωνισμένος

(μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Elle était très snob : elle pensait qu'elle était meilleure que tout le monde.
Ήταν μεγάλο ψώνιο, θεωρούσε ότι είναι καλύτεροι από όλους τους άλλους.

λέω αθώο ψέμα, λέω ψεματάκι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Julius a eu des problèmes pour avoir menti à sa mère.

διηγούμαι, αφηγούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λέω ένα παραμύθι, αφηγούμαι ένα παραμύθι

locution verbale (κάτι φανταστικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les enfants ont demandé à leur grand-père de leur raconter une histoire.

λέω ανοησίες, λέω χαζομάρες

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λέω ψέμματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je racontais beaucoup de mensonges quand j'étais petit.

καταγράφω, κρατώ ιστορικό

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λέω αστεία

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λέω ένα αστείο, λέω κάτι αστείο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λέω ένα αστείο

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il m'a raconté une blague : j'étais pliée de rire !

τα λέω χαρτί και καλαμάρι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καυχιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je n'aime pas parler à Terrence parce qu'il se vante sans arrêt.
Δεν μου αρέσει να μιλάω με τον Τέρενς γιατί καυχιέται όλη την ώρα.

αναπολώ

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les deux vieux anciens combattants riaient et pleuraient en évoquant des souvenirs.

λέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραπονούμαι, παραπονιέμαι

(figuré)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

λέω

(informer) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dis-moi ce qu'il a dit. Je lui ai finalement dit ce qui s'était passé.
Πες μου τι είπε.

ξαναλέω

(une information...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marcy a d'abord dit la mauvaise nouvelle à son père puis l'a redite à sa mère.

λέω μια ιστορία, αφηγούμαι μια ιστορία

(figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Chaque image raconte une histoire.

λέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si quelqu'un te harcèle, il faut le dire au professeur.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τι του είπες;

ξαναλέω κτ σε κπ

(une information...)

αφηγούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le vieux soldat raconta comment son unité s'était défendue contre l'ennemi.

λέω παραμύθια

(μεταφορικά)

ξεκινώ συζήτηση/να μιλάω για

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il a commencé à me raconter ses problèmes au travail.

κάνω την παρουσίαση, κάνω την αφήγηση

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il n'y a pas besoin de faire de commentaires ; nous comprenons tous ce qu'il se passe.

λέω αργά

locution verbale

« On ne voit pas beaucoup de gens de la ville par ici », a dit le vieil homme d'une voix traînante.

ξαναλέω κτ σε κπ

(une information...) (καθομιλουμένη)

λέω ιστορίες για κτ, διηγούμαι ιστορίες για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le vieil homme racontait souvent des histoires sur son passé.

λέω βλακείες σε κπ, λέω ανοησίες σε κπ

(vulgaire)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Arrête de me raconter des conneries ! Je sais ce qui s'est vraiment passé.
Μη μου λες βλακείες! Ξέρω τι έγινε πραγματικά.

κουτσομπολεύω

(péjoratif)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils cancanaient sur la famille du bas.
Κουτσομπόλευαν την οικογένεια του κάτω ορόφου.

λέω κτ σε κπ

Papa, tu nous racontes une histoire ?

λέω

(une histoire) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a raconté l'histoire à sa fille.
Διηγήθηκε την ιστορία στην κόρη του.

πλατειάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κουτσομπολεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σύμφωνα με

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La légende veut que les lacs soient les empreintes d'un géant.

αναφέρω λεπτομερώς

Veuillez exposer en détail tous les problèmes dans ce rapport.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του raconter στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.