Τι σημαίνει το écrire στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης écrire στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του écrire στο Γαλλικά.

Η λέξη écrire στο Γαλλικά σημαίνει γράφω, γράφω, γράφω, γράφομαι, γράφω, γράφω, γράφω, γράφω, γράφω, γράφω, αποθηκεύω, γράφω ολογράφως, γράφω, γράφω, γράφω, γράφω, συγγράφω, στέλνω, θεωρώ, γράφω, γράψιμο, δακτυλογραφώ, συνθέτω, επινοώ, δημιουργώ, γράφω κτ σε κπ, γράφω σε κπ, γράφω σε κπ, γράφω επάνω σε κτ, γράφω σε κτ, στιχουργώ, αντικαθιστώ, γράφω κτ μαζί, γράφω κτ από κοινού, γραφομηχανή, ηλεκτρική γραφομηχανή, ταινία γραφομηχανής, γράψιμο στη γραφομηχανή, χρήση γραφομηχανής, γραφή, ανάγνωση και αριθμητική, επικοινωνώ, γράφω γράμμα, καταγράφω, κρατώ ιστορικό, δακτυλογραφώ, γράφω ανορθόγραφα, γράφω με κεφαλαία, συγγράφω κτ εκ μέρους κπ άλλου, γράφω για, δυσνόητο/ασαφές κείμενο, συγγραφή εκ μέρους άλλου, συγγράφω εκ μέρους άλλου, αντικαθιστώ, γράφω με κιμωλία, γράφω, αφήνω διπλό διάστιχο, γράφω κτ μαζί με κπ, γράφω κτ από κοινού με κπ, γράφω αφιέρωση σε κάτι, καταγγέλλω, γράφω, σημειώνω, γράφω κτ εκ μέρους κάποιου, γράφω με κεφαλαία γράμματα, γράφω με κεφαλαία, γράφω για κπ άλλον, γράφω, βάζω διεύθυνση, φτιάχνω ένα προσχέδιο, κωδικοποιώ, κρυπτογραφώ, κρατάω ημερολόγιο, γράφω υπερβολικά πολλά, γράφω με πεζά, γράφω με μικρά, γράφω κτ σε μπράιγ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης écrire

γράφω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je sais lire, mais je ne sais pas très bien écrire.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ένας από τους κυριότερους στόχους του σχολείου είναι να μάθει στα παιδιά να ορθογραφούν.

γράφω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George peut déjà écrire son nom.
Ο Γιώργος ξέρει ήδη να γράφει το όνομά του.

γράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elizabeth veut écrire un livre.
Η Ελισάβετ θέλει να γράψει ένα βιβλίο.

γράφομαι

(η λέξη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Comment écrivez-vous ce mot ?
Πώς γράφεται αυτή η λέξη; Πες μου τα γράμματα ένα προς ένα.

γράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γράφω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rachel apprend à écrire.
Η Ρέιτσελ μαθαίνει να γράφει.

γράφω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand je veux avoir les idées claires, j'écris.
Όταν θέλω να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου, γράφω.

γράφω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je n'ai jamais le temps d'écrire.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν βρίσκω ποτέ χρόνο να γράψω στη γιαγιά μου και αυτό τη στενοχωρεί πολύ.

γράφω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Brian a toujours voulu écrire.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Από μικρός έλεγα πως, όταν μεγαλώσω, θα γράφω για τα καλύτερα περιοδικά του κόσμου.

γράφω

verbe transitif (Musique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Andrew écrit (or: compose) une symphonie.

αποθηκεύω

verbe transitif (Informatique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ordinateur écrit (or: enregistre) les informations sur le disque.

γράφω ολογράφως

J'ai signé de mon nom et l'ai écrit en majuscules au-dessus.

γράφω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mme Gilmore écrivit rapidement une note à sa fille.

γράφω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dans les cultures anciennes, peu de gens apprenaient à écrire.

γράφω

verbe transitif (livre, article)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a écrit deux des articles du magazine.
Έγραψε δύο από τα άρθρα του περιοδικού.

γράφω, συγγράφω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le poète a écrit ce livre en 1832.
Ο ποιητής έγραψε το βιβλίο του το έτος 1832.

στέλνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vous écrirai une carte dès que nous serons arrivés.

θεωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les critiques ont écrit (or: ont dit) que c'était une bonne pièce.

γράφω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γράψιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Je trouve que l'écriture est une activité qui détend.

δακτυλογραφώ

verbe transitif (à la machine, à l'ordinateur)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George tapa (or: écrivit) un e-mail à son patron.

συνθέτω

verbe transitif (Musique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a composé (or: a écrit) les trois derniers mouvements très rapidement.

επινοώ, δημιουργώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'auteur a élaboré une histoire palpitante.

γράφω κτ σε κπ

Je vais écrire une lettre à mon ami.
Θα γράψω ένα γράμμα στην φίλη μου.

γράφω σε κπ

γράφω σε κπ

Tu m'écriras quand tu seras en Espagne ?

γράφω επάνω σε κτ, γράφω σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il s'est cassé la jambe et nous avons écrit sur son plâtre pour lui souhaiter un prompt rétablissement.

στιχουργώ

(soutenu)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αντικαθιστώ

(un fichier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il s'est connecté à mon ordinateur et a écrasé mon fichier !
Συνδέθηκε στον υπολογιστή μου και αντικατέστησε το αρχείο μου!

γράφω κτ μαζί, γράφω κτ από κοινού

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les deux professeurs ont co-écrit un article sur le réchauffement climatique.

γραφομηχανή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai donné ma dernière machine à écrire il y a plusieurs années.
Χάρισα την τελευταία μου γραφομηχανή μερικά χρόνια πριν.

ηλεκτρική γραφομηχανή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ταινία γραφομηχανής

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γράψιμο στη γραφομηχανή, χρήση γραφομηχανής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γραφή, ανάγνωση και αριθμητική

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
À l'école primaire, on se concentre sur l'écriture, la lecture et les mathématiques.

επικοινωνώ

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je devrais envoyer un mot à mon frère parce que ça fait longtemps que je ne lui ai pas écrit.

γράφω γράμμα

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταγράφω, κρατώ ιστορικό

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δακτυλογραφώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γράφω ανορθόγραφα

(κάτι)

L'enfant a mal orthographié le dernier mot pendant le concours d'orthographe.

γράφω με κεφαλαία

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Veuillez mettre la première lettre du mot en majuscule.

συγγράφω κτ εκ μέρους κπ άλλου

(potentiellement insultant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γράφω για

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beaucoup d'auteurs écrivent sur la guerre.

δυσνόητο/ασαφές κείμενο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγγραφή εκ μέρους άλλου

(potentiellement insultant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συγγράφω εκ μέρους άλλου

(potentiellement insultant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντικαθιστώ

locution verbale (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quelqu'un a écrit un commentaire par-dessus la première page du livre.
Η πρώτη σελίδα του βιβλίου είχε αντικατασταθεί με ένα σχόλιο.

γράφω με κιμωλία

verbe transitif (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γράφω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Écrivez votre nom en caractères d'imprimerie plutôt que de signer.
Γράψτε το όνομά σας στο κενό αντί να υπογράψετε.

αφήνω διπλό διάστιχο

(traitement de texte)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γράφω κτ μαζί με κπ, γράφω κτ από κοινού με κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Caroline a co-écrit le livre avec son mari.

γράφω αφιέρωση σε κάτι

locution verbale (με κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'auteur a écrit dans le livre avec son stylo.

καταγγέλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Encore une infraction, et je vais devoir faire un rapport.
Αν επαναλάβετε την παράβαση, θα αναγκαστώ να σας καταγγείλω.

γράφω, σημειώνω

(με μολύβι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Steve nota ses idées au crayon sur le calepin.
Ο Στηβ έγραψε τις σκέψεις του στο σημειωματάριο.

γράφω κτ εκ μέρους κάποιου

(potentiellement insultant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je ne sais pas qui lui a écrit son autobiographie, mais cette personne n'a pas fait un très bon travail.
Όποιος έγραψε εκ μέρους της την αυτοβιογραφία της, δεν έκανε καθόλου καλή δουλειά.

γράφω με κεφαλαία γράμματα, γράφω με κεφαλαία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γράφω για κπ άλλον

(potentiellement insultant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jane a écrit le script de cette pièce de théâtre.

βάζω διεύθυνση

locution verbale (σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vous devez écrire l'adresse correctement sur le paquet si vous voulez qu'il arrive à destination.
Πρέπει να βάλεις τη σωστή διεύθυνση στο δέμα αν θέλεις να παραδοθεί.

φτιάχνω ένα προσχέδιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je vais d'abord faire cette lettre au brouillon ; je vous la montrerai avant de l'envoyer.
Άσε με να συντάξω ένα προσχέδιο της επιστολής και θα σου το δείξω πριν το στείλω.

κωδικοποιώ, κρυπτογραφώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les spécialistes en cryptographie sont capables d'écrire en code et de déchiffrer des codes.

κρατάω ημερολόγιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γράφω υπερβολικά πολλά

locution verbale (ποσότητα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle a écrit le rapport dans un style ampoulé, pensant qu'on attendait d'elle qu'elle atteste de sa plume.
Έγραψε περίπλοκα στην αναφορά, νομίζοντας ότι χρειαζόταν περίπλοκος τρόπος γραφής.

γράφω με πεζά, γράφω με μικρά

locution verbale (με το χέρι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γράφω κτ σε μπράιγ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του écrire στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του écrire

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.