Τι σημαίνει το raining στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης raining στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του raining στο Αγγλικά.

Η λέξη raining στο Αγγλικά σημαίνει βροχή, βροχή, βρέχει, βροχή, βροχές, βροχή, βροχή, καταιγισμός, τρέχω, βγαίνω, σκορπάω, σκορπώ, πέφτω με ένταση, όξινη βροχή, μαύρη βροχή, βρέξει χιονίσει, βρέξει χιονίσει, σταγόνα βροχής, σταγόνα βροχής, βροχή η οποία παγώνει στο έδαφος, δυνατή βροχή, βροχή, γαλότσες, βρέχει καρεκλοπόδαρα, εισιτήριο για εκδήλωση που αναβλήθηκε, αναβάλλω, κουπόνι για μελλοντική αγορά προϊόντος που είχε έκπτωση αλλά ήταν σε έλλειψη, μελανόστρωμα, χορός της βροχής, βροχόμετρο, αδιάβροχο, βρέξει χιονίσει, ομβροσκιά, μπόρα, νεροποντή, αδιάβροχο, δάσος της βροχής, καταιγίδα, περδίκι, ψιλοβρέχει, τροπικό δάσος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης raining

βροχή

noun (weather: raindrops)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rain is falling hard.
Πέφτει δυνατή βροχή.

βροχή

noun (rain shower)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Get out of the rain!
Φύγε από τη βροχή!

βρέχει

intransitive verb (weather)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
We hope it will rain.
Ελπίζουμε ότι θα βρέξει.

βροχή

noun (weather: event)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It looks like rain today.
Φαίνεται ότι θα βρέξει σήμερα.

βροχές

noun (often plural (rainy season)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The rains came early this year.

βροχή

noun (figurative ([sth] falling) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In autumn, the forest is a rain of leaves.

βροχή

noun (figurative (shower of liquid) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A rain of salt-heavy drops blew in their faces.

καταιγισμός

noun (figurative (large quantity)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She had to listen to a rain of insults before she could leave the room.

τρέχω, βγαίνω

transitive verb (figurative (emit as a liquid) (το ίδιο το υγρό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The gusher rained oil.
Από την πετρελαιοπηγή έτρεχε πετρέλαιο.

σκορπάω, σκορπώ

transitive verb (figurative (send in great quantity) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bombers rained destruction. It's raining men.
Βρέχει άντρες.

πέφτω με ένταση

phrasal verb, intransitive (figurative (fall heavily and copiously)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

όξινη βροχή

noun (pollution falling from sky)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A lot of statues have been ruined due to acid rain breaking down the stone.

μαύρη βροχή

noun (figurative (nuclear fallout) (μεταφορικά, μόνο ενικός)

βρέξει χιονίσει

adverb (whatever the weather)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Come rain or shine, we are going to the beach tomorrow!

βρέξει χιονίσει

adverb (figurative (whatever happens) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Come rain or shine, I will never abandon you.

σταγόνα βροχής

noun (raindrop)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σταγόνα βροχής

noun (figurative (rain: small amount) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
We haven't had a drop of rain all summer and the crops are dying.

βροχή η οποία παγώνει στο έδαφος

noun (freezes on the ground)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Freezing rain makes both walking and driving hazardous.

δυνατή βροχή

noun (torrential rainfall)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Heavy rain is forecast for the next few days, and there is a risk of severe flooding.

βροχή

noun (heavy rain)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Daisy jumped out of bed and pulled back the curtains, only to see pouring rain.

γαλότσες

plural noun (wellingtons: rubber footwear)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

βρέχει καρεκλοπόδαρα

verbal expression (figurative (be raining heavily) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I won't be going out today - it's raining cats and dogs out there.

εισιτήριο για εκδήλωση που αναβλήθηκε

noun (US, informal, literal (ticket to rescheduled event)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The team cancelled the game and offered a rain check to the ticket holders.
Η ομάδα ακύρωσε τον αγώνα και πρόσφερε εισιτήρια για την εκδήλωση που αναβλήθηκε σε όσους είχαν ήδη εισιτήρια.

αναβάλλω

noun (US, informal, figurative (promise to postpone offer until later)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll have to take a rain check on dinner tonight: I have to study for an exam all night.
Θα πρέπει να αναβάλλω το αποψινό δείπνο μας. Πρέπει να διαβάσω όλη νύχτα για την εξέταση.

κουπόνι για μελλοντική αγορά προϊόντος που είχε έκπτωση αλλά ήταν σε έλλειψη

noun (US, informal, figurative (ticket entitling customer to sale price later)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The store was out of the advertised sausages, but they gave me a rain check.
Τα λουκάνικα της διαφήμισης είχαν τελειώσει αλλά μου έδωσαν κουπόνι για να τα αγοράσω με έκπτωση την επόμενη φορά.

μελανόστρωμα

(meteorology) (επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χορός της βροχής

noun (dance to encourage rainfall)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βροχόμετρο

noun (measures fallen rain)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αδιάβροχο

noun (light waterproof coat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I keep a rain jacket in the car.

βρέξει χιονίσει

adverb (whatever the weather)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The marathon run will take place rain or shine, although it will be postponed if there's lightning.

ομβροσκιά

noun (meteorology)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπόρα, νεροποντή

noun (short burst of rain)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αδιάβροχο

noun (US (waterproof coat, mackintosh)

δάσος της βροχής

noun (dense woodland in rainy region)

Western Canada has several areas of rainforest.
Στον δυτικό Καναδά υπάρχουν αρκετά βροχοδάση.

καταιγίδα

noun (storm with heavy rainfall)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rainstorm will dump about two inches of rain by nightfall.

περδίκι

adjective (informal (perfectly healthy) (καθομ, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
After a good night's sleep I felt as right as rain.

ψιλοβρέχει

verbal expression (rain a few drops)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)

τροπικό δάσος

noun (dense woodland in equatorial area)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του raining στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.