Τι σημαίνει το rake στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rake στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rake στο Αγγλικά.

Η λέξη rake στο Αγγλικά σημαίνει τσουγκράνα, μαζεύω με την τσουγκράνα, ισιώνω, καθαρίζω με τσουγκράνα, σκουπίζω με τσουγκράνα, άσωτος, κλίση, χτενίζω, σκαλίζω, ψάχνω, ξύνω, γαζώνω, συγκεντρώνω, συλλέγω, μαζεύω, καθαρίζω κτ με την τσουγκράνα, σκέφτομαι κτ συνεχώς, σαρώνω, σκαλίζω, αναμοχλεύω, κάνω κήρυγμα σε κπ, μίζα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rake

τσουγκράνα

noun (gardening tool)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Paul is using a rake to level the soil.
Ο Πολ χρησιμοποιεί μια τσουγκράνα για να ισιώσει το χώμα.

μαζεύω με την τσουγκράνα

transitive verb (leaves)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Harriet is raking the leaves into a pile.
Η Χάριετ μαζεύει τα φύλλα σε μια στοίβα με την τσουγκράνα.

ισιώνω

transitive verb (smooth or level [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
David raked the vegetable plot, ready for planting.

καθαρίζω με τσουγκράνα, σκουπίζω με τσουγκράνα

intransitive verb (use a rake)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Charlie is raking in the garden.
Ο Τσάρλι καθαρίζει τον κήπο με την τσουγκράνα.

άσωτος

noun (dated (licentious person) (λόγιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sophia had to admit that her son was a rake.

κλίση

noun (slope)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rake of the floor was such that if you dropped a pencil, it would roll away to the opposite wall.

χτενίζω, σκαλίζω

(figurative (examine) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The detective raked through the evidence, looking for clues.

ψάχνω

(figurative (search)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I raked through my bag, looking for my keys.

ξύνω

transitive verb (scratch or scrape with fingers)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Imogen raked Neil's face with her nails.

γαζώνω

transitive verb (with bullets) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συγκεντρώνω, συλλέγω, μαζεύω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (gather, accumulate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Since he started his new job he's been raking in the money.

καθαρίζω κτ με την τσουγκράνα

phrasal verb, transitive, separable (clear using a rake)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Linda raked out the fire.

σκέφτομαι κτ συνεχώς

phrasal verb, transitive, inseparable (think about continuously)

σαρώνω, σκαλίζω

phrasal verb, transitive, separable (literal (clear with a rake)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's a lot of work raking up fallen leaves at this time of year.

αναμοχλεύω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (bring to notice: [sth] from the past)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He seems to enjoy raking up old family scandals.

κάνω κήρυγμα σε κπ

verbal expression (figurative, informal, often passive (reprimand [sb]) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

μίζα

noun (figurative, informal (share, amount taken illegally)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rake στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.