Τι σημαίνει το cat στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cat στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cat στο Αγγλικά.

Η λέξη cat στο Αγγλικά σημαίνει γάτα, αιλουροειδές, τύπος, μαστίγιο, καταμαράν, ξερνάω, γκομενίζω, κεραμιδόγατα, γυναικάς, αιλουροειδές, η γάτα και το ποντίκι, κάνω κπ το παιχνιδάκι μου, παίζω τη γάτα και το ποντίκι με κπ, τουαλέτα γάτας, μπουκαδόρος, αιλουρίδες, άνοιγμα/πορτάκι για γάτα, γατοτροφή, Κατάπιες τη γλώσσα σου;, ξενοδοχείο για γάτες, κυρία με γάτες, κυρία που έχει γάτες, χώμα για τις γάτες, υπνάκος, νεπέτα, υπολογιστική αξονική τομογραφία, αξονικός τομογράφος, μαστίγιο με εννιά λουριά, προσέχω τη γάτα κπ, παιχνίδι με ένα σκοινί που τυλίγεται στα δάχτυλα, Η φωλιά της γάτας, πολυπλοκότητα, πατούσα γάτας, υποχείριο, εργαλείο, αντανακλαστικό σήμανσης, μαγιοβότανο, γατόχορτο, γάτα του Τσεσάιρ, η περιέργεια σκότωσε τη γάτα, προσωρινή ανάκαμψη, κατοικίδια γάτα, κατοικίδια γάτα, πάπλουτος, ισχυρός, κακομαθημένος, κόκκινος γάτος, κόκκινη γάτα, μουσικός της τζαζ, λάτρης της τζαζ, κατοικίδια γάτα, αγριόγατα, βγάζω τ'άπλυτα στην φόρα, άμμος, περσική γάτα, ψιψίνα, πρόβατο, βγάζω έξω τη γάτα, δασύουρος, σπαθόδοντα αιλουροειδή, δειλός, γάτα του Σιάμ, γάτα με ρίγες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cat

γάτα

noun (feline: domestic) (κατοικίδιο ζώο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My aunt has a black cat.
Η θεία μου έχει μια μαύρη γάτα.

αιλουροειδές

noun (feline: wild, big)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The leopard is a big cat.
Η λεοπάρδαλη είναι ένα μεγάλο αιλουροειδές.

τύπος

noun (dated, slang (guy) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
That Chas is a cool cat.

μαστίγιο

noun (whip)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The prisoner was whipped with a cat.

καταμαράν

noun (slang (catamaran)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
My parents went sailing on their cat.

ξερνάω

intransitive verb (UK, slang, dated (vomit) (καθομ: άκομψο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
That cheese makes me want to cat.

γκομενίζω

phrasal verb, intransitive (slang (look for sex)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Wives don't want their husbands to cat around with other women.

κεραμιδόγατα

noun (US (stray cat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γυναικάς

noun (dated, figurative, slang (man: womanizer) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αιλουροειδές

noun (informal (large wild feline)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

η γάτα και το ποντίκι

expression (figurative (gamelike relationship)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κπ το παιχνιδάκι μου

verbal expression (toy with [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίζω τη γάτα και το ποντίκι με κπ

verbal expression (use strategy on opponent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τουαλέτα γάτας

noun (toilet box for cats)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
One of my son's chores is to clean out the cat box daily and add fresh litter when needed.

μπουκαδόρος

noun (stealthy thief) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The cat burglar entered the house by climbing up the drain-pipe and through an open window on the second floor.
Ο μπουκαδόρος μπήκε στο σπίτι σκαρφαλώνοντας την υδρορροή και περνώντας μέσα από ένα ανοικτό παράθυρο του δευτέρου ορόφου.

αιλουρίδες

noun (felines) (επίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The lion is a member of the cat family.

άνοιγμα/πορτάκι για γάτα

noun (opening in door for cat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We've just fitted a cat flap into the kitchen door so that our cat Jake can come and go as he pleases.

γατοτροφή

noun (food intended for cats)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The tinned cat food is more expensive but the cats prefer it. Some cats prefer dry cat food while others prefer wet cat food from a can.
Η γατοτροφή σε κονσέρβες είναι πιο ακριβή, αλλά οι γάτες την προτιμούν. Μερικές γάτες προτιμούν την ξηρά γατοτροφή, ενώ άλλες προτιμούν τη ζουμερή γατοτροφή σε κονσέρβα.

Κατάπιες τη γλώσσα σου;

expression (figurative, informal (Why aren't you talking?)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What's the matter, has the cat got your tongue?

ξενοδοχείο για γάτες

noun (US (cattery: boarding place for cats) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When I went on vacation, I had to leave my cat at the cat kennel.

κυρία με γάτες, κυρία που έχει γάτες

noun (informal, pejorative (woman: owns cats)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χώμα για τις γάτες

noun (uncountable (toilet material for cats)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπνάκος

noun (short daytime sleep)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She doesn't sleep well at night but takes cat naps during the day.
Δεν κοιμάται καλά τη νύχτα αλλά παίρνει υπνάκους τη μέρα.

νεπέτα

noun (herb: stimulant to cats)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My cat loves to roll in fresh catnip.

υπολογιστική αξονική τομογραφία

noun (diagnostic imaging technique)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The doctor ordered a CAT scan in addition to the lab tests.

αξονικός τομογράφος

noun (diagnostic imaging device)

μαστίγιο με εννιά λουριά

noun (whip with nine cords)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sailors who behaved badly were whipped on the back with a cat-o'-nine-tails as a punishment.

προσέχω τη γάτα κπ

intransitive verb (mind [sb] else's pet cat) (συνήθως όσο λείπει)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παιχνίδι με ένα σκοινί που τυλίγεται στα δάχτυλα

noun (children's string game)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Η φωλιά της γάτας

noun (novel) (τίτλος βιβλίου)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πολυπλοκότητα

noun (complexity, intricacy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πατούσα γάτας

noun (foot of a cat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A cat's paw is soft on the bottom, but has dangerous retractable claws.

υποχείριο, εργαλείο

noun (figurative (duped person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντανακλαστικό σήμανσης

noun (UK, usually plural (reflective road stud)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μαγιοβότανο, γατόχορτο

noun (herb which appeals to cats) (βότανο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My cat loves toys that have catnip in them.

γάτα του Τσεσάιρ

noun (fictional character)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

η περιέργεια σκότωσε τη γάτα

expression (being curious can be dangerous)

προσωρινή ανάκαμψη

noun (figurative (stock market: brief recovery) (χρηματιστήριο)

κατοικίδια γάτα

noun (feline kept as a pet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The European wild cat is bigger than the average domestic cat.

κατοικίδια γάτα

noun (species of small feline)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The domestic cat has been with us for centuries.

πάπλουτος

noun ([sb] wealthy)

ισχυρός

noun (important, influential person)

κακομαθημένος

noun (lazy, privileged person)

κόκκινος γάτος, κόκκινη γάτα

noun (feline with orange fur)

μουσικός της τζαζ

noun (dated, slang (jazz musician)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

λάτρης της τζαζ

noun (dated, slang (jazz fan)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

κατοικίδια γάτα

noun (domestic feline, pet cat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A lion is a wild cat, not a house cat.

αγριόγατα

noun (wildcat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βγάζω τ'άπλυτα στην φόρα

verbal expression (figurative, informal (reveal the secret)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Thanks for letting the cat out of the bag about me being pregnant.

άμμος

noun (uncountable (gravel for pet waste)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I changed the litter in the cat's tray.
Άλλαξα την άμμο στην τουαλέτα της γάτας.

περσική γάτα

noun (long-haired domestic feline)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A Persian cat needs to be brushed several times a week.

ψιψίνα

noun (informal, UK (cat: affectionate term) (γάτα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Our pussycat's quite old now but we still love her. Here pussy, pussy, pussy; come here!
Η ψιψίνα μας είναι αρκετά μεγάλη σε ηλικία τώρα αλλά την αγαπάμε ακόμη.

πρόβατο

noun (informal, figurative (person: not threatening) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He looks threatening but he's a pussycat at heart.
Φαίνεται απειλητικός, αλλά στην πραγματικότητα είναι πρόβατο.

βγάζω έξω τη γάτα

verbal expression (informal (let domestic feline outdoors for the night)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't forget to put the cat out before going up to bed tonight!

δασύουρος

noun (Aus (catlike marsupial)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σπαθόδοντα αιλουροειδή

noun (prehistoric feline)

δειλός

noun (childish (coward)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γάτα του Σιάμ

noun (short-haired cat with pale fur)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γάτα με ρίγες

noun (feline with striped fur)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My tabby cat caught three mice last week.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cat στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cat

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.