Τι σημαίνει το realidad στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης realidad στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του realidad στο ισπανικά.

Η λέξη realidad στο ισπανικά σημαίνει πραγματικότητα, αλήθεια, πραγματικότητα, ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα, πραγματικότητα, αλήθεια, γεγονός, πραγματικότητα, αλήθεια, εκδοχή, γεγονός, πραγματική ζωή, φυγή, πραγματοποιούμαι, υλοποιούμαι, στην πραγματικότητα, ακολουθώ πολιτική στρουθοκαμήλου, ακολουθώ τακτική στρουθοκαμήλου, εφαρμόζω πολιτική στρουθοκαμήλου, υλοποιούμαι, πραγματοποιούμαι, καρποφορώ, πραγματοποιώ, εκτός πραγματικότητας, πραγματικός, ρεαλιστικός, στην πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, ακριβώς το αντίθετο, για την ακρίβεια, από την άλλη πλευρά, από την άλλη όμως, πικρή αλήθεια, σκληρή αλήθεια, αντικειμενικά δεδομένα, αναμφισβήτητο γεγονός, όνειρο που έγινε πραγματικότητα, αξιολόγηση της πραγματικότητας, αλήθεια, εικονική πραγματικότητα, εικονική πραγματικότητα, επαληθέυομαι,γίνομαι πραγματικότητα, πραγματοποιώ, όχι και πολύ, πραγματοποιούμαι, που με συνεφέρνει, που με ξεμεθάει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης realidad

πραγματικότητα, αλήθεια

nombre femenino (γεγονός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La realidad es que el fumar mata.
Η πραγματικότητα (or: αλήθεια) είναι ότι το κάπνισμα σκοτώνει.

πραγματικότητα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Qué dice Aristóteles sobre la naturaleza de la realidad?
Τι λέει ο Αριστοτέλης για τη φύση της πραγματικότητας;

ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Su realidad es diferente a la nuestra.

πραγματικότητα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En realidad ninguno de los candidatos era adecuado para el puesto.

αλήθεια

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γεγονός

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La novela política de suspenso tiene más realidad que ficción.
Αυτό το πολιτικό θρίλερ είναι στο μεγαλύτερο μέρος αληθινό γεγονός και όχι φαντασία.

πραγματικότητα

(αληθινές συνθήκες)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esa solución funciona en teoría, pero no en la realidad.

αλήθεια

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Platón argumentaba que percibimos la realidad con la mente, no con los sentidos.

εκδοχή

nombre femenino (figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su realidad no es la misma que la mía.
Η δική του εκδοχή δεν είναι ίδια με τη δική μου.

γεγονός

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No estamos tratando con hechos reales aquí, solamente con opiniones descabelladas.

πραγματική ζωή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En la vida real, los patitos feos se transforman en patos feos, no en cisnes.

φυγή

(από την πραγματικότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La vida real estresa tanto a Amanda que ella busca una forma de escapismo.

πραγματοποιούμαι, υλοποιούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στην πραγματικότητα

(επαναφέρω)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Decirle que estaba en quiebra la hizo recapacitar y dejar de comprar compulsivamente.
Όταν της είπα ότι είμαι απένταρος, είδε και πάλι τα πράγματα ρεαλιστικά και σταμάτησε τις καταναλωτικές της κραιπάλες.

ακολουθώ πολιτική στρουθοκαμήλου, ακολουθώ τακτική στρουθοκαμήλου, εφαρμόζω πολιτική στρουθοκαμήλου

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Al presidente le dijeron avestruz por haber ignorado el derrame de petróleo.
Ο κυβερνήτης κατηγορήθηκε ότι ακολουθεί πολιτική στρουθοκαμήλου επειδή αγνόησε την πετρελαιοκηλίδα.

υλοποιούμαι, πραγματοποιούμαι, καρποφορώ

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sin financiación sus planes nunca se materializarán.

πραγματοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Espero que alcances tus sueños.
Ελπίζω να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου.

εκτός πραγματικότητας

locución verbal

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los políticos que creen que pueden recortar los servicios públicos y mantener su popularidad han perdido el contacto con la realidad.
Οι πολιτικοί που πιστεύουν ότι μπορούν να υποβιβάσουν τις δημόσιες υπηρεσίες και να διατηρήσουν τη δημοφιλία τους βρίσκονται προφανώς εκτός πραγματικότητας.

πραγματικός, ρεαλιστικός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los críticos elogiaron la película porque muestra el mundo de las adicciones de una forma muy fiel a la realidad.

στην πραγματικότητα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Dice ser muy educado, pero de hecho dejó la escuela a los 16.
Υποστηρίζει πως είναι ιδιαίτερα μορφωμένος, στην πραγματικότητα όμως παράτησε το σχολείο όταν ήταν 16.

στην πραγματικότητα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La idea parecía simple en teoría pero en la práctica presenta graves inconvenientes.

στην πραγματικότητα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Algunos creen que el planeta más caliente es Mercurio cuando, de hecho, lo es Venus.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι ο Ερμής είναι ο πιο θερμός πλανήτης, ενώ στην πραγματικότητα η Αφροδίτη είναι πιο θερμή.

ακριβώς το αντίθετο

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se cree que estoy a favor del sindicato. Nada más alejado de la realidad, estoy a favor de la empresa.

για την ακρίβεια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No ignoro a tu hermano. De hecho, lo invité a cenar esta noche.
Δεν αγνοώ τον αδερφό σου. Για την ακρίβεια τον κάλεσα για δείπνο απόψε.

από την άλλη πλευρά, από την άλλη όμως

locución conjuntiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πικρή αλήθεια

locución nominal femenina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La cruda realidad es que las chances de encontrar más sobrevivientes son casi nulas.

σκληρή αλήθεια, αντικειμενικά δεδομένα

locución nominal femenina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La dura realidad era que había fracasado y no se podía hacer nada.

αναμφισβήτητο γεγονός

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Que moriremos algún día es una realidad innegable.

όνειρο που έγινε πραγματικότητα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Para ella que la ascendieran fue un sueño hecho realidad.

αξιολόγηση της πραγματικότητας

locución nominal masculina (figurado, coloquial) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλήθεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εικονική πραγματικότητα

locución nominal femenina

εικονική πραγματικότητα

locución nominal femenina

επαληθέυομαι,γίνομαι πραγματικότητα

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando era joven, creía que todos sus sueños se harían realidad algún día.

πραγματοποιώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A mí se me ocurrió la idea, pero tú la hiciste realidad.

όχι και πολύ

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πραγματοποιούμαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Creí que tu viaje alrededor del mundo nunca se haría realidad.

που με συνεφέρνει, που με ξεμεθάει

locución adjetiva (figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El frío aire de invierno fue una bajada a la realidad para el grupo de borrachos.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του realidad στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.