Τι σημαίνει το apartado στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης apartado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του apartado στο ισπανικά.

Η λέξη apartado στο ισπανικά σημαίνει απομονωμένος, αμέτοχος, καθαιρεμένος, μακριά από τουριστικά μέρη, θέμα, χωρισμένος, διαχωρισμένος, κρατημένος, κλεισμένος, απόμερος, υποενότητα, απομακρυσμένος, μοναχικός, απλωμένος, που έχει πάει/τοποθετηθεί πίσω, ανεσταλμένος, κάνω κτ στην άκρη, αποθηκεύω, κρύβω, αποστρέφω, παραμερίζω, βάζω στην άκρη, βάζω στην άκρη, παραμερίζω, ελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι από, τραβάω, τραβώ, παραβλέπω, αφήνω στην άκρη, φυλάω, κρατάω, σκουπίζω κτ με το χέρι, φυλάω, βάζω στην άκρη, απομονώνω, εξορκίζω, ξορκίζω, χωρίζω, απομακρύνω, χωρίζω, κάνω κπ/κτ στην άκρη, αφήνω κπ/κτ στην άκρη, ταχυδρομική θυρίδα, ταχυδρομική θυρίδα, αποφεύγω, μακριά από, χωριστά, χώρια, μακριά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης apartado

απομονωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
A Daisy le gusta pasar los fines de semana en su apartada casita.

αμέτοχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mayoría de los niños se unieron al juego, pero Max permaneció apartado.
Τα περισσότερα παιδιά συμμετείχαν στο παιχνίδι, αλλά ο Μαξ ήταν αμέτοχος.

καθαιρεμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μακριά από τουριστικά μέρη

adjetivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Preferimos comer en restaurantes pequeños, que están más apartados.

θέμα

(apartado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mi discurso se divide en tres apartados.
Ο λόγος μου χωρίζεται σε τρία θέματα.

χωρισμένος, διαχωρισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Hay dos clases de harina, por favor manténganlas separadas.
Υπάρχουν δυο είδη αλεύρι. Σε παρακαλώ να είναι χωριστά.

κρατημένος, κλεισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Hay ocho mesas reservadas y sólo dos libres.
Απόψε υπάρχουν οκτώ κρατημένα τραπέζια στο εστιατόριο και μόνο δύο είναι ελεύθερα.

απόμερος

(μέρος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La casita está bastante aislada, los vecinos más cercanos están a 2 kilómetros de distancia.
Αυτό το εξοχικό σπίτι είναι εντελώς απομονωμένο: οι κοντινότεροι γείτονες βρίσκονται δυο μίλια μακριά.

υποενότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απομακρυσμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Roosevelt luchó por llevar la electricidad a las zonas más remotas de los Estados Unidos.
Ο Ρούσβελτ προσπάθησε να φέρει τον ηλεκτρισμό στις πιο απομακρυσμένες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών.

μοναχικός

(ζωή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El hombre aislado pedía todo por internet para no tener que salir de su casa.

απλωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
En donde vivo, la casas están tan esparcidas que nunca escuchamos a nuestros vecinos.

που έχει πάει/τοποθετηθεί πίσω, ανεσταλμένος

adjetivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando mires al jardín verás que el abedul está retirado, contra la valla.

κάνω κτ στην άκρη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποθηκεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tengo apartado un poco de dinero por si nos vamos de viaje este verano.

κρύβω

verbo transitivo (figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He apartado algo de dinero así que el almuerzo lo invito yo.

αποστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aparté la vista cuando vi que estaba desnuda.
Απομάκρυνα το βλέμμα μου όταν είδα ότι ήταν γυμνή.

παραμερίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El anciano apartó el carro que estaba en la acera.

βάζω στην άκρη

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cada año, aparto algo de dinero para un coche nuevo.
Κάθε χρόνο βάζω στην άκρη κάποια χρήματα, για να αγοράσω καινούργιο αμάξι.

βάζω στην άκρη, παραμερίζω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aparta tus miedos y métete al agua.
Παραμερίστε τους φόβους σας και πηδήξτε στο νερό.

ελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι από

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La clave para tener unas buenas vacaciones es apartar tus preocupaciones y angustias.
Το μυστικό για να κάνεις υπέροχες διακοπές είναι να απαλλαχθείς από έννοιες και ανησυχίες.

τραβάω, τραβώ

(απότομα, γρήγορα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sally apartó la mano cuando Josh intento cogérsela.

παραβλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφήνω στην άκρη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Deja lo que estás haciendo, es hora de almorzar.
Άφησε στην άκρη ο,τι κάνεις· είναι ώρα να φάμε μεσημεριανό.

φυλάω, κρατάω

(κάτι για κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Guárdeme este vestido hasta el sábado que es cuando cobraré.

σκουπίζω κτ με το χέρι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
James se quitó las lágrimas y empezó a sonreír.
Ο Τζέιμς σκούπισε με το χέρι τα δάκρυά του και χαμογέλασε.

φυλάω, βάζω στην άκρη

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομονώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Laura se esforzó por aislar los hechos de todas las disparatadas historias de manera que pudiera escribir su reportaje.
Η Λώρα δούλευε για να ξεχωρίσει τα γεγονότα από τα παραμύθια ώστε να γράψει την ιστορία της.

εξορκίζω, ξορκίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su consuelo finalmente disipó mi ansiedad.

χωρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομακρύνω

(cargo público)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El senador fue retirado de su cargo después de haber sido condenado por aceptar sobornos.

χωρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tienes que separar (or: apartar) la cáscara del aguacate antes de extraer la pulpa.

κάνω κπ/κτ στην άκρη, αφήνω κπ/κτ στην άκρη

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Decidió hacer a un lado todos los pensamientos negativos y así convertirse en una persona más feliz.

ταχυδρομική θυρίδα

locución nominal masculina (Τ.Θ.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Preferiría que me hiciera el envío a mi apartado de correos en lugar de a casa.

ταχυδρομική θυρίδα

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Fedex no acepta apartados de correos como dirección de entrega.
H FedEx δεν παραδίδει δέματα σε διευθύνσεις με ταχυδρομική θυρίδα.

αποφεύγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μακριά από, χωριστά, χώρια

adjetivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Construyó su casa apartada de las del resto de la localidad.
Έχτισε το σπίτι του μακριά από το υπόλοιπο χωριό.

μακριά

(από κάποιον/κάτι)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mantente apartado de él. Es peligroso.
Μείνε μακριά του. Είναι επικίνδυνος.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του apartado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.