Τι σημαίνει το realizar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης realizar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του realizar στο πορτογαλικά.

Η λέξη realizar στο πορτογαλικά σημαίνει επιτυγχάνω, κατορθώνω, καταφέρνω, επιτυγχάνω, πετυχαίνω, εκτελώ, διενεργώ, διεξάγω, συνεχίζω, πραγματοποιώ, διεξάγω, πραγματοποιώ, σημειώνω επιτυχία, εκτελώ, πραγματοποιώ, κάνω, πραγματοποιούμαι, υλοποιούμαι, επιτυγχάνω, πετυχαίνω, εκτελώ, κάνω, εκπληρώνω, πετυχαίνω, εκπληρώνω, πραγματοποιώ, επιφέρω, εκτελώ, πραγματοποιούμαι, διεξάγω δίκη, διεξάγω ανάκριση, δίνω συναυλία, κάνω διασταυρωτή επικονίαση σε κτ, συγκαλώ σύσκεψη, κάνω επαναληπτικό δοκιμαστικό έλεγχο, είμαι χρηματιστής, είμαι χρηματίστρια, κάνω διασταυρωτή επικονίαση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης realizar

επιτυγχάνω, κατορθώνω, καταφέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Há muitas coisas que eu gostaria de realizar.
Είναι πολλά αυτά που θα ήθελα να πετύχω.

επιτυγχάνω, πετυχαίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam realizou seu objetivo de passar no curso de álgebra.
Ο Άνταμ πέτυχε τον στόχο του να περάσει το μάθημα της άλγεβρας.

εκτελώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διενεργώ, διεξάγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O website realizou uma pesquisa com proprietários de carros.
Η ιστοσελίδα διεξήγαγε δημοσκόπηση για ιδιοκτήτες αυτοκινήτων.

συνεχίζω

verbo transitivo (esporte)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela está aprendendo como realizar um arco completo depois de bater na bola.
Μαθαίνει πώς να συνεχίζει να κάνει πλήρη καμπύλη αφού χτυπήσει τη μπάλα.

πραγματοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Espero que você realize seus sonhos.
Ελπίζω να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου.

διεξάγω, πραγματοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O exército está pronto para realizar um invasão amanhã.

σημειώνω επιτυχία

verbo transitivo (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκτελώ

(executar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os espiões realizaram a missão.
Δεν μπορώ να κάνω αυτά που που απαιτούνται, βρες κάποιον που να μπορεί.

πραγματοποιώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω

verbo transitivo (fazer acontecer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Faremos a reunião na sala de conferências. // Julie vai realizar uma festa no sábado.

πραγματοποιούμαι, υλοποιούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιτυγχάνω, πετυχαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estamos muito perto de conquistar nossa meta de levantar dois milhões de dólares.
Είμαστε τόσο κοντά να πετύχουμε το στόχο μας και να μαζέψουμε δύο εκατομμύρια δολάρια.

εκτελώ

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Robert fez uma bananeira.
Ο Ρόμπερτ έκανε ένα κατακόρυφο.

κάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Betânia tinha dúvidas sobre se candidatar para o emprego, mas depois levou adiante.

εκπληρώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você será pago quando cumprir suas obrigações contratuais.
Θα πληρωθείς όταν θα έχεις εκπληρώσει τις συμβατικές σου υποχρεώσεις.

πετυχαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tony atingiu (or: alcançou) seu objetivo de tornar-se chefe de departamento.
Ο Τόνυ πέτυχε τον στόχο του, που ήταν να γίνει επικεφαλής του τμήματος.

εκπληρώνω, πραγματοποιώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele finalmente cumpriu sua promessa e devolveu o dinheiro.
Τελικά εκπλήρωσε την υπόσχεσή του και επέστρεψε τα χρήματα.

επιφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O governo efetuou mudanças através de sua política de cobrança de impostos.
Η κυβέρνηση επέφερε αλλαγές μέσω της φορολογικής της πολιτικής.

εκτελώ

(για καθήκοντα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Julian é um bom funcionário, que sempre cumpriu suas tarefas com uma qualidade bastante elevada.

πραγματοποιούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O show aconteceu num bar. A próxima eleição na minha vila vai acontecer em 6 de abril.
Η συναυλία έγινε σε ένα μπαρ.

διεξάγω δίκη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διεξάγω ανάκριση

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O comitê irá realizar um inquérito à alegada fraude do governador.

δίνω συναυλία

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω διασταυρωτή επικονίαση σε κτ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συγκαλώ σύσκεψη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω επαναληπτικό δοκιμαστικό έλεγχο

locução verbal (versão experimental)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι χρηματιστής, είμαι χρηματίστρια

expressão verbal (επαγγελματίας)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
O que ele faz na cidade? Ele realiza transações?
Τι κάνει στην πόλη; Είναι χρηματιστής;

κάνω διασταυρωτή επικονίαση

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του realizar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.