Τι σημαίνει το rede στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rede στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rede στο πορτογαλικά.
Η λέξη rede στο πορτογαλικά σημαίνει δίκτυο, δίχτυ, αιώρα, δικτύωση, δίκτυο, δίκτυο, δίχτυ, δίχτυα, δίκτυο, σπείρα, συμμορία, δίκτυο, σύμπλεγμα, δίκτυο, δίχτυ, δίκτυο, δίκτυο, πλέγμα, αλυσίδα, πλέγμα, διαδίκτυο, σιδηρόδρομος, διχτυωτό ύφασμα, δίχτυ, κασκόλ λαιμός, παρασυρόμενο δίχτυ, παρασυρόμενο απλάδι, δίχτυ μαλλιών, τραπεζικές συναλλαγές σε πολλά υποκαταστήματα, απόχη για πεταλούδες, δίκτυο τεχνητών καναλιών, καλώδιο, πέπλο μυστηρίου, αλυσίδα, δίχτυ ασφαλείας, δίχτυ προστασίας, κοινωνικό δίκτυο, δίχτυ για κρίκετ, ηλεκτρικό δίκτυο, αλυσίδα καταστημάτων, κανάλι πωλήσεων, κανάλι τηλεπωλήσεων, διαχειριστής συστήματος, διαχειρίστρια συστήματος, δίχτυ, ανεμοφράχτης, ανεμοστάτης, δίχτυα, δίχτυ ασφαλείας, δίχτυ προστασίας, δικτύωση, PSTN, δίκτυο PSTN, κύλινδρος, δίκτυο, σχηματίζω ένα πλέγμα, σχηματίζω ένα δίκτυο, πιάνω, διανέμω κτ μέσω δικτύου, πλέκω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rede
δίκτυοsubstantivo feminino (computadores interligados) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Os servidores da companhia estão ligados em rede. Οι σέρβερ της εταιρείας είναι συνδεδεμένοι σε δίκτυο. |
δίχτυsubstantivo feminino (pegar coisas) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O pescador pegou alguns peixes na rede. Ο ψαράς έπιασε μερικά ψάρια στα δίχτυα του. |
αιώραsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δικτύωση(informática) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A rede permitiu que os computadores em todos os prédios do campus fossem conectados. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Υπάρχει δίκτυο σε κάθε κτίριο της πανεπιστημιούπολης. |
δίκτυοsubstantivo feminino (radio, TV; transmissoras) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A nossa é a maior rede de televisão do país. Έχουμε το μεγαλύτερο δίκτυο τηλεόρασης στη χώρα. |
δίκτυοsubstantivo feminino (eletricidade) (νερό, ρεύμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ben instalou painéis solares para que não precisassem depender de rede elétrica para ter energia. |
δίχτυsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O jogador de tênis atingiu a rede. Ο τενίστας χτύπησε το φιλέ. |
δίχτυαsubstantivo feminino (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) O jogador de futebol botou a bola na rede. Ο ποδοσφαιριστής έβαλε την μπάλα στα δίχτυα. |
δίκτυο(informal: Internet) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Rachel entrou na rede para mandar um e-mail. Η Ρέιτσελ μπήκε στο ίντερνετ για να στείλει ένα email. |
σπείρα, συμμορία(cartel) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A polícia estourou uma rede de drogas. |
δίκτυο, σύμπλεγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O relógio opera com uma rede de engrenagens e alavancas. |
δίκτυοsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Os rios são ligados por uma rede de canais. |
δίχτυsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Kate vestia um suéter feito de tricô sobre o vestido. |
δίκτυοsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O cara do TI ligou o computador de Sam à rede local. |
δίκτυο, πλέγμαsubstantivo feminino (κύκλωμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Somos todos parte duma rede de relacionamentos. Είμαστε όλοι μέλη ενός δικτύου (or: πλέγματος) γνωριμιών. |
αλυσίδα(μεταφορικά: εταιρεία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Esta cidade tem mais cadeias do que lojas de donos independentes. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η νέα αλυσίδα σουπερμάρκετ έχει φέρει τα πάνω κάτω στον χώρο, με τις προσφορές που έχει. |
πλέγμαsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A rede foi criada de uma malha larga que deixava os peixes pequenos passarem. Το δίχτυ ήταν φτιαγμένο από ένα ανοιχτό πλέγμα που άφηνε τα μικρότερα ψάρια να περνούν. |
διαδίκτυο(anglicismo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Comprei os ingressos na Internet. Αγόρασα τα εισιτήρια στο διαδίκτυο. |
σιδηρόδρομος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) As ferrovias do país estavam em mau estado de conservação. Οι σιδηροδρομικές γραμμές της χώρας ήταν σε κακή κατάσταση. |
διχτυωτό ύφασμα(tecido de malha) |
δίχτυ
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κασκόλ λαιμόςsubstantivo feminino (κασκόλ-κουκούλα) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παρασυρόμενο δίχτυ, παρασυρόμενο απλάδιexpressão (ψάρεμα) |
δίχτυ μαλλιών
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τραπεζικές συναλλαγές σε πολλά υποκαταστήματαsubstantivo feminino (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
απόχη για πεταλούδες
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δίκτυο τεχνητών καναλιών
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καλώδιο(cabo de fornecimento de energia) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Όταν ένας κεραυνός χτύπησε ένα κοντινό καλώδιο, η γειτονιά μας έμεινε χωρίς ηλεκτρικό για αρκετές μέρες. |
πέπλο μυστηρίουsubstantivo feminino (mistério ou enredo complexo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αλυσίδα(loja com muitas filiais) (καταστημάτων) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δίχτυ ασφαλείας, δίχτυ προστασίαςsubstantivo feminino (segurança do trabalho) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κοινωνικό δίκτυοsubstantivo feminino (contatos: amigos, família, colegas) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δίχτυ για κρίκετ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ηλεκτρικό δίκτυοsubstantivo feminino |
αλυσίδα καταστημάτων(loja com múltiplos ramos) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κανάλι πωλήσεων, κανάλι τηλεπωλήσεων(estação de TV usada para vender bens) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαχειριστής συστήματος, διαχειρίστρια συστήματος(alguém no comando de uma rede de internet) |
δίχτυ
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ανεμοφράχτης, ανεμοστάτης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δίχτυα(μεταφορικά: αστυνομίας) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
δίχτυ ασφαλείας, δίχτυ προστασίαςsubstantivo feminino (figurado, medida de segurança) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O sistema de seguridade social é uma rede de segurança para pessoas que não conseguem trabalhar ou que perdem o emprego. |
δικτύωση(social) (κοινωνική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Eles está confiando na rede de comunicação para encontrar um novo emprego. Στηρίζεται στην δικτύωσή του για να βρει νέα δουλειά. |
PSTN
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
δίκτυο PSTNsubstantivo feminino (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κύλινδροςlocução adjetiva (prensa) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δίκτυο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A rede elétrica caiu já faz hora e centenas e moradores estão sem eletricidade. |
σχηματίζω ένα πλέγμα, σχηματίζω ένα δίκτυο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιάνωexpressão verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brian pegou na rede um peixe do riacho. |
διανέμω κτ μέσω δικτύουexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πλέκωlocução verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O pescador sentava num tamborete e fazia redes todas as manhãs. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rede στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του rede
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.