Τι σημαίνει το rejeitar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rejeitar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rejeitar στο πορτογαλικά.

Η λέξη rejeitar στο πορτογαλικά σημαίνει απορρίπτω, απορρίπτω, απορρίπτω, απορρίπτω, αποβάλλω, απορρίπτω, απορρίπτω, απορρίπτω, απορρίπτω, αρνούμαι, απορρίπτω, απορρίπτω, γειώνω, ακυρώνω, απορρίπτω, γυρίζω την πλάτη μου σε κτ, απαγορεύω την είσοδο σε κπ, αντιδρώ σε κτ, αρνούμαι, αρνιέμαι, αντιδρώ σε κτ, κάνω νόημα σε κπ/κτ να φύγει, απορρίπτω, αρνούμαι, αρνιέμαι, αποκηρύσσω, αρνούμαι, αποκλείω, αηδιάζω, πετάω, αποκρούω, απωθώ, απορρίπτω, απορρίπτω ασυζητητί, απορρίπτω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rejeitar

απορρίπτω

(não admitir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A consultora rejeitou a maioria dos candidatos, só ficando com a elite.
Η συμβουλευτική εταιρεία απέρριψε τους περισσότερους υποψηφίους και πήρε μόνο τους κορυφαίους.

απορρίπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A união rejeitou a oferta do governo de 1% de aumento no pagamento.
Το σωματείο απέρριψε την πρόταση της κυβέρνησης για αύξηση των μισθών κατά 1%.

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Depois de seis horas de deliberação, o júri rejeitou sua versão dos eventos e o declarou culpado.
Μετά από έξι ώρες διαβούλευσης, οι ένορκοι απέρριψαν την εκδοχή του για τα γεγονότα και τον έκριναν ένοχο.

απορρίπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele mergulhou na depressão depois que ela o rejeitou.
Έπεσε σε κατάθλιψη αφότου εκείνη τον απέρριψε.

αποβάλλω

verbo transitivo (biologia)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απορρίπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απορρίπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η υπόθεση απορρίφθηκε από το δικαστήριο λόγω έλλειψης στοιχείων.

απορρίπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela rejeita as investidas do jovem.
Απορρίπτει το φλερτ του νεαρού άνδρα.

απορρίπτω, αρνούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απορρίπτω, γειώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Uma conhecida estrela de cinema passou a noite correndo atrás dela, mas ela o rejeitou.
Ένας πολύ γνωστός αστέρας του κινηματογράφου πέρασε όλο το βράδυ κυνηγώντας την, αλλά τον απέρριψε.

ακυρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απορρίπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fiz várias sugestões para a cliente, ela rejeitou a grande maioria.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Τομ έχει κουραστεί από το αφεντικό του που απορρίπτει όλες τις ιδέες του.

γυρίζω την πλάτη μου σε κτ

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Μη γυρίζεις την πλάτη σου στον έρωτά μου για εσένα. Πρέπει να γυρίσεις την πλάτη σου στη ζωή του εγκληματία, αν θες να μείνεις εκτός φυλακής.

απαγορεύω την είσοδο σε κπ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rejeite-os no portão.
Μην τους αφήσετε να μπουν μέσα!

αντιδρώ σε κτ

αρνούμαι, αρνιέμαι

verbo transitivo (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele a pediu em casamento duas vezes e ela o rejeitou nas duas.

αντιδρώ σε κτ

verbo transitivo

κάνω νόημα σε κπ/κτ να φύγει

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απορρίπτω

verbo transitivo (argumento)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρνούμαι, αρνιέμαι

(dizer não para um pretendente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A Sra. Bixby recusou a oferta dele de ajudá-la com as bolsas.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η κυβέρνηση απέρριψε κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς της αντιπολίτευσης.

αποκηρύσσω, αρνούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκλείω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A polícia descartou o suspeito óbvio porque ele tinha um álibi para a hora do assassinato. A polícia descartou o roubo como motivo para o ataque.
Η αστυνομία απέκλεισε τον προφανή ύποπτο επειδή είχε άλλοθι για την ώρα του φόνου. Η αστυνομία απέκλεισε τη ληστεία ως κίνητρο για την επίθεση.

αηδιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάω

(descartar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκρούω, απωθώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απορρίπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seu gerente rejeitou seu pedido de férias.
Ο διευθυντής του απέρριψε το αίτημά του για άδεια.

απορρίπτω ασυζητητί

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το ξέρω ότι ακούγεται λίγο ως θεωρία συνομωσίας αλλά σε παρακαλώ να μην την απορρίψεις ασυζητητί.

απορρίπτω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rejeitar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.