Τι σημαίνει το relação στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης relação στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του relação στο πορτογαλικά.
Η λέξη relação στο πορτογαλικά σημαίνει σχέση, συσχέτιση, σύνδεση, σχέση, συγγένεια, σχέση, σχέση, αναλογία, κατάλογος, αναλογία, αναλογία, που αξίζει τα λεφτά του, συνουσία, ερωτική πράξη, σε ότι αφορά, όσον αφορά, σχετικά με, αναφορικά με, σχετικά με, αναφορικά με, όσον αφορά, σε σχέση κπ/κτ, συνουσία, αξίζω τα λεφτά μου, ταχύτητα πτήσης, αλληλοσχέτιση, διατροφή, σαρκική επαφή, οι τρόποι κπ, συγγένεια εξ αίματος, θετική συσχέτιση, μεσανατολικός, όσον αφορά κτ, σχετικά με, όσον αφορά, σχετικά με, αναφορικά με, όσον αφορά, σχετικά με, αναφορικά με, σχετικά με, αναφορικά με, διαστάσεις γραμμωτού κώδικα, σχετικά με, σχετικά με, όσον αφορά, όσον αφορά τον καιρό, από πλευράς καιρού, όσον αφορά κτ, σε ό,τι αφορά κτ, σε σχέση με κτ, σχετικά με κτ, αναφορικά με κτ, αυτοαμφισβήτηση, σχέση κόστους - οφέλους, καταφέρνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης relação
σχέση, συσχέτιση, σύνδεσηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) É importante entender a relação entre a pobreza e o crime. Είναι σημαντικό να κατανοήσει κανείς τη σχέση μεταξύ φτώχειας και εγκληματικότητας. |
σχέση, συγγένειαsubstantivo feminino (família) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Qual é a relação dela com você? É sua prima? Τι σχέση (or: συγγένεια) έχετε; Είναι ξαδέρφη σου; |
σχέσηsubstantivo feminino (pessoa) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Reafirmo que eu não tenho absolutamente nenhuma relação com a testemunha. Επιβεβαιώνω πάλι ότι δεν έχω καμιά απολύτως σχέση με τη μάρτυρα. |
σχέσηsubstantivo feminino (conexão lógica) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Há alguma relação entre a descarga de carro e o aquecimento global? Υπάρχει συσχετισμός ανάμεσα στα καυσαέρια των αυτοκινήτων και στην αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη; |
αναλογία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A proporção de alunas para alunos neste curso é de 3 para 1. Η αναλογία φοιτητριών και φοιτητών σε αυτό το μάθημα είναι 3 προς 1. |
κατάλογος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αναλογίαsubstantivo feminino (razão) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναλογίαsubstantivo feminino (quantidade relativa) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
που αξίζει τα λεφτά του
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A viagem teve um ótimo custo-benefício. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι διακοπές άξιζαν τα λεφτά τους. Τα προϊόντα με την επωνυμία του καταστήματος αξίζουν τα λεφτά τους. |
συνουσία, ερωτική πράξη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε ότι αφορά, όσον αφοράexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σχετικά με, αναφορικά μεlocução prepositiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σχετικά με, αναφορικά με
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Estou escrevendo com referência ao comportamento do seu filho em sala de aula. Σας γράφω σχετικά με τη συμπεριφορά του γιου σας στην τάξη. |
όσον αφοράlocução prepositiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε σχέση κπ/κτexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνουσία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αξίζω τα λεφτά μουsubstantivo feminino (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Αυτός ο υπολογιστής είναι περσινό μοντέλο, μα τα αξίζει τα λεφτά του. |
ταχύτητα πτήσης(αεροσκάφος) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αλληλοσχέτιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διατροφή(χρηματικό ποσό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σαρκική επαφή(sexo) |
οι τρόποι κπ(médicos) Οι τρόπου του οικογενειακού μας γιατρού είναι υπέροχοι, είναι πάντα φιλικός, ενδιαφέρεται και μας καθησυχάζει. |
συγγένεια εξ αίματος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θετική συσχέτιση(acordo ou associação direta) (άμεση σύνδεση) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μεσανατολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Eles estavam discutindo sobre a política do país em relação ao Oriente Médio. Διαφωνούσαν για την πολιτική της χώρας όσον αφορά τα μεσανατολικά ζητήματα. |
όσον αφορά κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Em relação aos seus problemas, infelizmente não posso ajudar em nada. Όσον αφορά τα προβλήματά σου φοβάμαι ότι δεν μπορώ να βοηθήσω καθόλου. |
σχετικά μεlocução prepositiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A grande multa imposta à empresa não era nada em relação aos ganhos dela. |
όσον αφορά, σχετικά με, αναφορικά με
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quanto a esse cara, eu não acho que ele vá a lugar algum na vida. Όσον αφορά (or: σχετικά με) αυτόν τον τύπο, δεν νομίζω ότι θα προοδέψει στη ζωή του. |
όσον αφορά, σχετικά με, αναφορικά μεlocução prepositiva (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Em relação à sua carta de primeiro de Janeiro, eu não posso mais prestar-lhe serviços legais. Σχετικά με (or: όσον αφορά) την επιστολή σας με ημερομηνία 1 Ιανουαρίου, δεν μπορώ πλέον να σας παρέχω τις νομικές μου υπηρεσίες. |
σχετικά με, αναφορικά με(sobre) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
διαστάσεις γραμμωτού κώδικα(simbologia do código de barra) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σχετικά μεlocução prepositiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Qual sua opinião em relação às lojas abrirem aos domingos? Ποια είναι η γνώμη σας σχετικά με το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές; |
σχετικά με, όσον αφοράlocução prepositiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες στο βιβλίο σχετικά με την ευρωπαϊκή ιστορία. |
όσον αφορά τον καιρό, από πλευράς καιρούlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όσον αφορά κτ, σε ό,τι αφορά κτlocução prepositiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A atitude do meu colega em relação à pontualidade poderia melhorar. |
σε σχέση με κτlocução adverbial (em proporção a) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A cabeça dele parece grande demais em relação ao resto do corpo. Το κεφάλι του φαίνεται πολύ μεγάλο σε σχέση με (or: συγκριτικά με, αναλογικά με) το υπόλοιπο σώμα του. |
σχετικά με κτ, αναφορικά με κτlocução adverbial Seus argumentos não fazem sentido em relação ao assunto que estamos discutindo. |
αυτοαμφισβήτησηexpressão (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σχέση κόστους - οφέλους
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καταφέρνω(καθομιλουμένη: κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Την πήδηξες επιτέλους χτες το βράδυ; |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του relação στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του relação
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.