Τι σημαίνει το relevé στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης relevé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του relevé στο Γαλλικά.

Η λέξη relevé στο Γαλλικά σημαίνει σηκώνω, μαζεύω, σηκώνω, ανιχνεύω, εντοπίζω, ανεβάζω, σηκώνω, σηκώνω, ανεβάζω, πιάνω, ψηλώνω, ζωντανεύω, ζωηρεύω, πιάνομαι από κτ, σηκώνω, επισημαίνω, παρατηρώ, αντικαθιστώ, παίρνω τις μετρήσεις, εκτινάσσω, εκτοξεύω, ανασηκώνω/ανυψώνω γρήγορα, ζωηρεύω, ζωντανεύω, ζωντανεύω, καρυκεύω, σηκώνω, σηκώνω, ανεβάζω, ζωντανεύω, τραβώ πάνω, σηκώνω, σπρώχνω κτ προς τα επάνω, ζωντανεύω, καρυκεύω, αναζωογονώ, τονώνω, τραβάω, τραβώ, είμαι αντάξιος, ασχολούμαι με, φουσκωτός, κίνηση λογαριασμού, αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια, μέτρηση, καρυκευμένος, πικάντικος, καυτερός, πικάντικος, γυρισμένος, λίστα, καταγραφή, σηκώνω, χαράσσω, χαράζω, καρυκεύω, θαύμα, απολύω, ανεβάζω τον πήχυ, δέχομαι μια πρόκληση, στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων, ανήκω, απολύω, απολύω, εμπίπτω σε, παίρνω δακτυλικά αποτυπώματα, εμπίπτω σε, απαλλάσσω κπ από κτ, αποδεσμεύω κπ από κτ, απαλλάσσω κπ από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης relevé

σηκώνω

(déplacer vers le haut)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons remonté le parasol de 15 cm.
Σηκώσαμε την ομπρέλα θαλάσσης κατά έξι ίντσες.

μαζεύω, σηκώνω

(un objet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai ramassé le livre qui était par terre.
Σήκωσα το βιβλίο που είχε πέσει στο πάτωμα.

ανιχνεύω, εντοπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le scanner de sécurité a détecté quelque chose de bizarre.
Ο σαρωτής ασφαλείας εντόπισε κάτι περίεργο.

ανεβάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Écoutez bien, il va falloir améliorer notre niveau de jeu, sinon nous n'allons pas remporter le match.
Παιδιά, πρέπει να ανεβάσουμε το επίπεδό μας στο παιχνίδι, διαφορετικά δεν θα κερδίσουμε τον αγώνα.

σηκώνω

verbe transitif (une fenêtre à guillotine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ouvrons (or: relevons) les fenêtres pour avoir un peu d'air frais.

σηκώνω, ανεβάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand des basketteurs parlent, il faut généralement relever le micro.

πιάνω

verbe transitif (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai fait une erreur dans mes calculs mais personne ne l'a relevée.
Έκανα ένα λάθος στους υπολογισμούς μου, αλλά κανένας δεν το κατάλαβε.

ψηλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζωντανεύω, ζωηρεύω

verbe transitif (de la nourriture) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand ma nourriture est un peu fade, j'y ajoute de l'huile pimentée pour en relever le goût.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα βάλω λίγη μουσική να ζωηρέψουμε την ατμόσφαιρα λίγο.

πιάνομαι από κτ

(μεταφορικά)

Η Ντενίς πιάστηκε από το σχόλιο της Λάουρα για τις εργαζόμενες μητέρες.

σηκώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai fait tomber le vase et je l'ai relevé.
Έριξα το βάζο και έπρεπε να το σηκώσω πάλι όρθιο.

επισημαίνω, παρατηρώ

verbe transitif (une faute)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a relevé de nombreuses erreurs dans sa traduction.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Επισήμανε το λάθος στη μετάφρασή της.

αντικαθιστώ

verbe transitif (remplacer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les travailleurs de nuit sont arrivés pour relever Monica et ses collègues.

παίρνω τις μετρήσεις

verbe transitif (un compteur,...)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le fournisseur d'électricité envoie quelqu'un pour relever le compteur chaque année.

εκτινάσσω, εκτοξεύω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les banques relevaient les taux d'intérêt.

ανασηκώνω/ανυψώνω γρήγορα

verbe transitif (un vêtement) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle aimait flirter, relevant toujours un peu sa jupe quand un beau jeune homme passait par là.

ζωηρεύω, ζωντανεύω

(un lieu)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Des touches de couleurs vives permettraient d'égayer cette pièce.

ζωντανεύω

(une réunion, un groupe) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καρυκεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils assaisonnent si peu leur nourriture que le goût est fade.
Καρυκεύουν το φαγητό τους τόσο λίγο που είναι άνοστο.

σηκώνω

verbe transitif (un pantalon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter dit à son fils de remonter son pantalon avant qu'ils n'entrent dans le restaurant.

σηκώνω, ανεβάζω

verbe transitif (un pantalon, une jupe,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Will a remonté (or: relevé) son pantalon avant de se présenter à entretien.
Ο Γουίλ σήκωσε το παντελόνι του πριν μπει στο δωμάτιο για τη συνέντευξη.

ζωντανεύω

(familier) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τραβώ πάνω, σηκώνω

verbe transitif (un vêtement) (για ενδύματα/τιράντες)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il a remonté ses chaussettes et son pantalon.

σπρώχνω κτ προς τα επάνω

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζωντανεύω

(familier) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καρυκεύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen a épicé le plat avec des piments et de la coriandre moulue.
Η Κάρεν καρύκευσε το φαγητό με πιπεριές και τριμμένο κόλιανδρο.

αναζωογονώ, τονώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τραβάω, τραβώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a remonté ses genoux au niveau de sa poitrine et est restée couchée là en position fœtale.
Τράβηξε τα γόνατά της στο στήθος και έμεινε εκεί ξαπλωμένη σε εμβρυική στάση.

είμαι αντάξιος

(à la hauteur)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Le joueur star de basket se montre à la hauteur pour les matchs importants.

ασχολούμαι με

(d'un problème)

Je m'occuperai de ce problème plus tard. Pour l'instant, j'ai un travail à terminer.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα ασχοληθώ με (or: Θα αντιμετωπίσω) αυτό το πρόβλημα αργότερα. Προς το παρόν πρέπει να δουλέψω.

φουσκωτός

adjectif (cheveux)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les coupes de cheveux relevées font fureur cette saison.

κίνηση λογαριασμού

nom masculin (bancaire) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le relevé bancaire indique que j'ai cinquante dollars sur mon compte.
Σύμφωνα με το εκκαθαριστικό του τραπεζικού λογαριασμού μου, έχω πενήντα δολάρια.

αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια

nom féminin (personne qui remplace)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Il ne pouvait pas quitter son poste avant que la relève n'arrive.

μέτρηση

nom masculin (de compteur)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Votre facture de gaz est basée sur des relevés mensuels de votre compteur.

καρυκευμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

πικάντικος

(nourriture)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dave a préparé un curry épicé pour ses invités.
Ο Ντέιβ έφτιαξε ένα πικάντικο κάρυ για τους καλεσμένους του.

καυτερός

(assaisonnement) (με μπαχαρικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La nourriture indienne est si épicée que je n'arrive pas à la manger.
Το ινδικό φαγητό καίει τόσο πολύ, που με το ζόρι το τρώω.

πικάντικος

adjectif (φαγητό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γυρισμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Αυτό το σακάκι έχει γυρισμένα μανίκια.

λίστα, καταγραφή

nom masculin (liste)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'état des frais et dépenses détaillait toutes les charges liées au projet.

σηκώνω

(με κόπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Πήτερ σήκωσε όρθιο τον φίλο του.

χαράσσω, χαράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Ιβόν χαράζει το όμορφο ασημένιο δαχτυλίδι που φτιάχνει.

καρυκεύω

(κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gwen a assaissonné le poulet avec du sel et du poivre.
Η Γκουέν καρύκευσε το κοτόπουλο με αλάτι και πιπέρι.

θαύμα

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
C'est miraculeux (or: C'est un miracle) que tu sois sorti indemne de l'accident de voiture.

απολύω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεβάζω τον πήχυ

(figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δέχομαι μια πρόκληση

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανήκω

(σε κατηγορία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απολύω

(un employé)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lorsque les employeurs de John l'ont attrapé en train de les voler, ils l'ont renvoyé sur-le-champ.
Όταν οι εργοδότες του Τζον τον έπιασαν να τους κλέβει, τον απέλυσαν αμέσως.

απολύω

(un employé) (κάποιον από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le conseil d'établissement a congédié Helen de son poste de secrétaire suite à ses problèmes de ponctualité.
Το διοικητικό συμβούλιο απέλυσε την Έλεν από τη δουλειά της, ως γραμματέα του σχολείου, λόγω της ασυνέπειας της.

εμπίπτω σε

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω δακτυλικά αποτυπώματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dans certains États, on prend vos empreintes digitales quand vous allez chercher votre permis de conduire.

εμπίπτω σε

(compétence)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απαλλάσσω κπ από κτ, αποδεσμεύω κπ από κτ

(de ses fonctions) (ευφημισμός)

Le vice-président de la compagnie a été relevé de ses fonctions.

απαλλάσσω κπ από κτ

L'arrivée de mon frère m'a relevée de la tâche de prendre soin de mes parents toute seule.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του relevé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του relevé

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.