Τι σημαίνει το réfléchir στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης réfléchir στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του réfléchir στο Γαλλικά.

Η λέξη réfléchir στο Γαλλικά σημαίνει αντανακλώ, ανακλώ, σκέφτομαι, αντικατοπτρίζω, καθρεφτίζω, αντανακλώ, στοχάζομαι, διαλογίζομαι, αντικατοπτρίζω, αντανακλώ, καθρεφτίζω, σκέφτομαι, βάλε το μυαλό σου να δουλέψει, συλλογίζομαι, αναλύω με τη λογική, σκέφτομαι, σκέφτομαι, αναμασάω, αναμασώ, σκέφτομαι, συγκεντρώνομαι, σκέφτομαι, συλλογίζομαι, σκέφτομαι, σκέπτομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι, διαλογίζομαι, διανοούμαι, σκέφτομαι, αναλογίζομαι, σκέφτομαι, σκέφτομαι, αναλογίζομαι, το σκέφτομαι, χαζά, ανόητα, αναλογίζομαι, γρήγορα, βιαστικά, σκέφτομαι, αυθόρμητα, σκέφτομαι, που σε βάζει σε σκέψεις, ενστικτωδώς, παρορμητικά, απερίσκεπτα, τραγική αλήθεια, ξανασκέφτομαι, σκέφτομαι, αγχώνομαι, συλλογίζομαι, σκέφτομαι, στοχάζομαι, αναλογίζομαι, μελετώ, σταθμίζω, εκτιμώ, σκέφτομαι αυτόνομα, σκέψου τώρα, δεν διστάζω, δρω άμεσα, υπεραναλύω, σκέφτομαι, σκέπτομαι, σκέφτομαι σοβαρά, σκέφτομαι καλά, κάνω κπ να σκεφτεί, κάνω κπ να αναλογιστεί, σκέφτομαι, σκέφτομαι, αυθόρμητα, κάνω κπ να κάνει μια παύση για να σκεφτεί κτ, κάνω κπ να κάνει μια παύση για να αναλογιστεί κτ, σκέφτομαι, σκέφτομαι, αναλογίζομαι, συλλογίζομαι, υπεραναλύω, σκέφτομαι, σκέφτομαι, ταπεινωτικός, απερίσκεπτα, ξανασκέφτομαι, σκέψου καλά, σκέφτομαι λογικά, σκέφτομαι υπερβολικά, σπάω το κεφάλι μου για κτ, αντανακλώμαι, σκέφτομαι υπερβολικά, σκέφτομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης réfléchir

αντανακλώ, ανακλώ

(la lumière, la chaleur)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Une visière réfléchit la chaleur du soleil.

σκέφτομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο Μίτσελ πήγε μόνος του για πεζοπορία στα βουνά για να σκεφτεί.

αντικατοπτρίζω, καθρεφτίζω, αντανακλώ

verbe intransitif (σπάνιο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le miroir terni ne réfléchit pas.
Ο γανιασμένος καθρέφτης δεν αντικατοπτρίζει.

στοχάζομαι, διαλογίζομαι

verbe intransitif (méditer) (σκέφτομαι έντονα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ne le dérange pas, il réfléchit.

αντικατοπτρίζω, αντανακλώ, καθρεφτίζω

verbe transitif (une image, la lumière)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le miroir réfléchissait un visage.
Ο καθρέφτης αντικατόπτριζε ένα πρόσωπο.

σκέφτομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bert est sorti pour réfléchir un moment.
Ο Μπερτ βγήκε έξω για να σκεφτεί για λίγο.

βάλε το μυαλό σου να δουλέψει

verbe intransitif

συλλογίζομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lydia a réfléchi pendant un moment avant de prendre une décision.
Η Λύντια σκέφτηκε για λίγο και μετά αποφάσισε.

αναλύω με τη λογική

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκέφτομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je vais y réfléchir (or: penser) et je vous tiendrai au courant.
Θα το σκεφτώ και θα σε ενημερώσω.

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναμασάω, αναμασώ

(figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκέφτομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le jury délibère depuis deux heures.
Οι ένορκοι συσκέπτονται εδώ και δύο ώρες.

συγκεντρώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il rassembla ses pensées avant de prendre la parole.

σκέφτομαι, συλλογίζομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Malgré des heures passées à méditer (or: songer, or: réfléchir), Sarah n'était toujours pas près de trouver une solution au problème.

σκέφτομαι, σκέπτομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι, διαλογίζομαι, διανοούμαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκέφτομαι, αναλογίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Réfléchis aux implications de cette découverte !
Σκέψου (or: Αναλογίσου) τις συνέπειες αυτής της ανακάλυψης!

σκέφτομαι

verbe transitif indirect

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je ne sais pas pour le moment ; j'ai besoin d'y réfléchir encore.
Δεν ξέρω ακόμα, πρέπει να το σκεφτώ ξανά.

σκέφτομαι, αναλογίζομαι

verbe transitif indirect

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Réfléchissez à vos actions.
Σε παρακαλώ σκέψου (or: αναλογίσου) τις πράξεις σου.

το σκέφτομαι

verbe intransitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Réfléchis-y et dis-moi ce que tu veux faire.
Σκέψου το και πες μου τι θέλεις να κάνεις.

χαζά, ανόητα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αναλογίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γρήγορα, βιαστικά

(soutenu)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il n'est pas facile d'envisager la vie sans mes parents.
Είναι δύσκολο να αναλογιστώ τη ζωή χωρίς τους γονείς μου.

αυθόρμητα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'envisage de faire carrière en droit.
Σκέφτομαι μια καριέρα στη νομική.

που σε βάζει σε σκέψεις

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενστικτωδώς, παρορμητικά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ne faites pas d'achats importants sans réfléchir.

απερίσκεπτα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τραγική αλήθεια

Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι χιλιάδες απόφοιτοι δεν θα καταφέρουν ποτέ να βρουν δουλειά.

ξανασκέφτομαι

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a laissé en plan ce qu'il faisait et est parti avec elle sans y réfléchir à deux fois.

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avant de planter un arbre, il faut réfléchir à ce qui est adapté à son jardin.

αγχώνομαι

(familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συλλογίζομαι, σκέφτομαι, στοχάζομαι, αναλογίζομαι

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il lui fallut bien réfléchir pour se remémorer les détails exacts de la conversation.

μελετώ, σταθμίζω, εκτιμώ

verbe transitif indirect

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vais y réfléchir et je te donnerai ma réponse.

σκέφτομαι αυτόνομα

locution verbale

σκέψου τώρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν διστάζω, δρω άμεσα

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je ne vais pas y réfléchir à deux fois avant d'y aller.

υπεραναλύω

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκέφτομαι, σκέπτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dans son nouveau livre, le maître spirituel médite sur le sens de la vie.

σκέφτομαι σοβαρά, σκέφτομαι καλά

Juliet a dû bien réfléchir à la demande en mariage de Romeo. Je dois bien y réfléchir avant de prendre une décision.

κάνω κπ να σκεφτεί, κάνω κπ να αναλογιστεί

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Voir les gardes armés a fait réfléchir Nathan.

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il s'est arrêté pour bien réfléchir à ses options avant de prendre une décision.

σκέφτομαι

verbe transitif indirect

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Réfléchis bien à ce que j'ai dit et fais-moi connaître ta décision demain.
Σκέψου αυτά που σου είπα και πες μου αύριο ποια απόφαση πήρες.

αυθόρμητα

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je me suis acheté trois paires de chaussures sans trop réfléchir. Sans trop réfléchir, il a acheté des chocolats.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εντελώς αυθόρμητα μου ήρθε να τραγουδήσω μέσα στον κόσμο!

κάνω κπ να κάνει μια παύση για να σκεφτεί κτ, κάνω κπ να κάνει μια παύση για να αναλογιστεί κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a médité sur la question de longues semaines avant de prendre sa plume.

σκέφτομαι

verbe transitif indirect

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'était une décision difficile à laquelle j'ai beaucoup réfléchi avant de prendre une décision.
Ήταν μια δύσκολη απόφαση και την επεξεργάστηκα για πολύ καιρό πριν αποφασίσω.

αναλογίζομαι, συλλογίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom aimait boire du vin en réfléchissant aux grandes questions du jour.

υπεραναλύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκέφτομαι

verbe transitif indirect

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκέφτομαι

verbe transitif indirect

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jerry a réfléchi longuement à l'offre d'emploi avant de l'accepter.
Ο Τζέρυ σκεφτόταν την προσφορά εργασίας για πολύ καιρό πριν αποφασίσει να την αποδεχθεί.

ταπεινωτικός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απερίσκεπτα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ξανασκέφτομαι

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκέψου καλά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκέφτομαι λογικά

verbe transitif indirect (penser avec logique)

Essayez de réfléchir à ce dilemme.

σκέφτομαι υπερβολικά

σπάω το κεφάλι μου για κτ

(μεταφορικά, ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Anita était perdue dans ses pensées, et réfléchissait à la meilleure manière d'annoncer à son patron qu'elle avait commis une erreur.

αντανακλώμαι

(lumière)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La lueur des phares se réfléchissait sur la vitrine du magasin.

σκέφτομαι υπερβολικά

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
David a réfléchi à la question pendant quelques jours avant de prendre une décision.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του réfléchir στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του réfléchir

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.