Τι σημαίνει το regarder στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης regarder στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του regarder στο Γαλλικά.
Η λέξη regarder στο Γαλλικά σημαίνει κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω, παρακολουθώ, κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω, ματιά, ατενίζω, παρακολουθώ, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια ματιά, περιεργάζομαι, ερευνώ, ελέγχω, ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτ, κοιτάζω προσεκτικά, κρυφοκοιτάζω, κρυφοκοιτώ, δεν αφορώ κπ, παρακολουθώ, αντικρίζω, ρίχνω μια ματιά σε κπ, παρατηρώ, κοιτάζω, κοίτα, δες, τσεκάρω, κόβω, παρατηρώ, παρακολουθώ, συντονίζομαι σε, ματιά, κοιτάζω, βλέπω, παρακολουθώ, εστιάζω σε κτ, κοιτάω μέσα σε κτ, κοιτάζω μέσα σε κτ, ομφαλοσκόπηση, ευχάριστος, όμορφος, εμφανίσιμος, χάρμα οφθαλμών, που δεν βλέπεται, σκέψου το καλά πριν κάνεις κάτι, παρατήρηση, παρακολούθηση, δεν είναι δουλειά κάποιου, τυφλό σύστημα, να παρατηρώ τα σύννεφα, παρατήρηση αεροπλάνων, θέαμα, τυφλό σύστημα πληκτρολόγησης, το να βλέπω απανωτά επεισόδια, κοιτάζω καλά καλά, κοιτάζω από την κορφή μέχρι τα νύχια, κοιτάζω κπ κατάματα, κοιτάζω και από την άλλη πλευρά, στραβοκοιτάζω, λοξοκοιτάζω, δεν κοιτάζω πίσω, ρίχνω κλεφτή ματιά σε κάποιον, ρίχνω μια προσεκτική ματιά, προσέχω, το παίζω ανώτερος, το παίζω αφεντικό, αγριοκοιτάζω, γρήγορος έλεγχος, κοιτάω στα μάτια, κοιτάζω επίμονα, μένω με το στόμα ανοιχτό, κοιτάζω επίμονα, παρατηρώ τους ανθρώπους, παρατηρώ τον κόσμο, πληκτρολογώ χωρίς να κοιτάζω το πληκτρολόγιο, ψάχνω παντού, τρώω τον κόσμο, χαζεύω έξω, κοιτάζω προσεκτικά, ψάχνω, κοιτάζω απειλητικά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, κάνω χλευαστικές γκριμάτσες, κοιτάω προς κπ/κτ, κοιτάζω μπροστά, κοιτάζω μπροστά μου, κοιτάζω πίσω, ατενίζω, έχω το νου μου για, εξετάζω προσεκτικά, βλέπω κτ για να σπάσω πλάκα, βλέπω τηλεόραση, βλέπω τηλεόραση, κοιτάω μέσω, κοιτάω διαμέσου,κοιτάω μέσα από, παρατηρώ, επεξεργάζομαι, περιεργάζομαι, κοιτάζω κπ στα μάτια, αποδοκιμάζω, κοιτάζω προσεκτικά κτ, εξετάζω προσεκτικά κτ, δεν εμμένω στο παρελθόν, δεν κοιτάζω πίσω, ρίχνω μια προσεκτική ματιά, ρίχνω μια αγριεμένη ματιά σε κπ, σερφάρω, κοιτάω μοχθηρά, κοιτώ μοχθηρά, κοιτάζω μοχθηρά, αγριοκοιτάζω, αγριοκοιτάζω, κοιτάζω επίμονα, κοιτάζω επίμονα, κοιτάζω έξω, κοιτάζω, βλέπω μια σειρά για ώρες, περιφρονώ, αποδέχομαι, ρίχνω μια ματιά, χαζεύω, ρίχνω μια ματιά, ψάχνω, που βλέπετε μονορούφι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης regarder
κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζωverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il regarda à droite. Κοίταξε στα δεξιά του. |
παρακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a regardé la bagarre dans le parc. Κοιτούσε (or: έβλεπε) τον καυγά στο πάρκο. |
κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Regarde-moi quand je te parle ! Κοίταζέ με όταν σου μιλάω! |
ματιάverbe transitif (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Zara n'a pas eu l'occasion de regarder le texte avant l'examen. |
ατενίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jane est assise dans le parc, à regarder (or: contempler) les nuages. |
παρακολουθώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Frank préfère observer (or: regarder) au lieu de participer. Ο Φρανκ προτιμά να κοιτάει (or: βλέπει) παρά να συμμετέχει. |
ρίχνω μια ματιάverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ces photos de famille sont géniales ! Regarde ! Οι συγκεκριμένες οικογενειακές φωτογραφίες είναι τέλειες. Ρίξε μια ματιά. |
ρίχνω μια ματιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) - Je peux vous aider ? - Non, non, je ne fais que regarder. «Μπορώ να σας βοηθήσω με κάτι;» «Όχι, ευχαριστώ. Απλά χαζεύω.» |
περιεργάζομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ερευνώ, ελέγχωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On regarde s'il y a des vols pas chers pour Londres. Ερευνούμε πτήσεις με έκπτωση για Λονδίνο. |
ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand tu seras à New York, pense à regarder le magasin d'appareils photo dont je t'ai parlé. Όταν βρεθείς στη Νέα Υόρκη, μην ξεχάσεις να ρίξεις μια ματιά και στο κατάστημα φωτογραφικών ειδών που σου είπα. |
κοιτάζω προσεκτικάverbe intransitif Si vous regardez de près, vous verrez que le vent fait bouger l'herbe. |
κρυφοκοιτάζω, κρυφοκοιτώverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un enfant effrayé par un film regarde parfois à travers ses doigts écartés. |
δεν αφορώ κπverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Arrête d'écouter notre conversation, ça ne te regarder (or: concerne) pas. Σταμάτα να παρακολουθείς κρυφά τη συζήτησή μας! Δεν σε αφορά! |
παρακολουθώverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tandis que mon père m'apprenait à nager, ma mère regardait depuis la berge. Την ώρα που ο πατέρας μου με μάθαινε να κολυμπάω, η μητέρα μου παρακολουθούσε απ' την ακτή. |
αντικρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons été fortement impressionnés quand nous avons contemplé les Rocheuses pour la première fois. Νιώσαμε δέος όταν για πρώτη φορά αντικρίσαμε τα Βραχώδη Όρη. |
ρίχνω μια ματιά σε κπverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παρατηρώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il regarda (or: observa) ses mouvements avec intérêt. Παρατηρούσε τις κινήσεις της με ενδιαφέρον. |
κοιτάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il la regarda de l'autre côté de la pièce, ce qui la rendait nerveuse. Την έκοψε από την άλλη άκρη του δωματίου, δημιουργώντας της νευρικότητα. |
κοίτα, δες(familier) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mate ça ! Cette voiture est trop cool ! Για κοίτα, φίλε! Αυτό το αυτοκίνητο είναι τέλειο! |
τσεκάρω, κόβω(familier) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mate-moi ce type avec le haut-de-forme ! Τσέκαρε εκείνο τον τύπο με το ψηλό καπέλο! |
παρατηρώ, παρακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συντονίζομαι σε(radio) |
ματιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοιτάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le sculpteur contemplait sa dernière création avec fierté. Ο γλύπτης κοίταξε την τελευταία δημιουργία του με περηφάνια. |
βλέπω, παρακολουθώverbe transitif (une vidéo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un million de personnes ont visionné la vidéo du chat qui parle. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι είδαν το βίντεο με τη γάτα που μιλούσε. |
εστιάζω σε κτ
Ben a décidé que le passé était derrière lui et qu'il était temps qu'il regarde (or: qu'il se tourne) vers l'avenir. |
κοιτάω μέσα σε κτ, κοιτάζω μέσα σε κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Frank a regardé dans le frigo pour voir s'il y avait du lait. |
ομφαλοσκόπηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ευχάριστοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
όμορφος, εμφανίσιμοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χάρμα οφθαλμών(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je ne la connais pas mais elle est agréable à regarder. |
που δεν βλέπεταιlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκέψου το καλά πριν κάνεις κάτιlocution verbale (figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vous pensez à investir dans une jeune société ? Regardez où vous mettez les pieds ! Σκέφτεσαι να επενδύσεις σε μια νέα δουλειά; Σκέψου καλά πριν το κάνεις! |
παρατήρηση, παρακολούθησηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sa façon de regarder les fleurs et les insectes lui a fait dire que c'était un excentrique. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Του αρέσει η παρατήρηση (or: παρακολούθηση) των άλλων ανθρώπων και πολλοί τον θεωρούν αδιάκριτο. |
δεν είναι δουλειά κάποιουlocution verbale (ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ce que je fais de mon temps libre ne te regarde pas. Το τι κάνω στον ελεύθερό μου χρόνο δε σε αφορά. |
τυφλό σύστημαverbe intransitif (μτφ: δακτυλογράφηση) |
να παρατηρώ τα σύννεφαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'aime regarder les nuages allongée sur l'herbe dans le parc. |
παρατήρηση αεροπλάνωνlocution verbale (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
θέαμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τυφλό σύστημα πληκτρολόγησηςlocution verbale (informatique, clavier) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
το να βλέπω απανωτά επεισόδια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Έχω φάει και εγώ κόλλημα με την τηλεόραση όταν είδα όλη τη σειρά σε ένα απόγευμα. |
κοιτάζω καλά καλά, κοιτάζω από την κορφή μέχρι τα νύχιαverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοιτάζω κπ κατάματαverbe transitif |
κοιτάζω και από την άλλη πλευράlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ne regarde pas seulement à droite avant de traverser : regarde aussi de l'autre côté. |
στραβοκοιτάζω, λοξοκοιτάζωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεν κοιτάζω πίσωlocution verbale (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il n'a pas regardé derrière lui et a sursauté quand il s'est fait dépasser par une moto. |
ρίχνω κλεφτή ματιά σε κάποιον
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρίχνω μια προσεκτική ματιάlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si vous regardez bien, vous verrez que ce billet n'a pas de filigrane : c'est un faux. Αν ρίξεις μια προσεκτική ματιά, θα δεις ότι το χαρτονόμισμα δεν έχει υδατογράφημα· είναι πλαστό. |
προσέχωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Regarde où tu mets les pieds en descendant la montagne. |
το παίζω ανώτερος, το παίζω αφεντικό(figuré) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγριοκοιτάζωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γρήγορος έλεγχος
|
κοιτάω στα μάτια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοιτάζω επίμονα
C'est malpoli de fixer les gens du regard. Είναι αγενές να κοιτάζεις επίμονα. |
μένω με το στόμα ανοιχτόlocution verbale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Le magicien attendait des applaudissements, mais le public l'a juste regardé bouche bée. |
κοιτάζω επίμονα
L'humoriste s'attendait à ce que les spectateurs rient, mais ils l'ont juste regardé bouche bée, choqués par sa blague. |
παρατηρώ τους ανθρώπους, παρατηρώ τον κόσμοlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Assis à la terrasse d'un café, il regardait les gens. |
πληκτρολογώ χωρίς να κοιτάζω το πληκτρολόγιοlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ψάχνω παντού, τρώω τον κόσμο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) On a cherché partout, impossible de le trouver. |
χαζεύω έξω(μτφ: κοιτάω) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
κοιτάζω προσεκτικά
Si tu regardes de près, tu verras que les ailes du papillon sont couvertes de motifs délicats. |
ψάχνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai regardé (or: cherché) partout mais je n'arrive pas à trouver mes lunettes de lecture. Έχω ψάξει παντού, αλλά δεν βρίσκω τα γυαλιά της πρεσβυωπίας μου. |
κοιτάζω απειλητικά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jason lança un regard noir à son professeur de maths, sentant que l'algèbre était une torture. |
ρίχνω μια γρήγορη ματιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω χλευαστικές γκριμάτσες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοιτάω προς κπ/κτ
|
κοιτάζω μπροστά, κοιτάζω μπροστά μουlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quand on conduit, c'est mieux de regarder la route devant soi. Όταν είσαι ο οδηγός είναι καλύτερο να κοιτάζεις μπροστά στο δρόμο. |
κοιτάζω πίσω(κυριολεκτικά) « Ne te retourne pas. Quoi que ce soit qui te pourchasse te rattrape peut-être. » - Satchel Paige Μην κοιτάς πίσω. Ό,τι σε κυνηγά μπορεί να σε πλησιάζει επικίνδυνα. (Σάτσελ Πέιτζ). |
ατενίζωverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
έχω το νου μου γιαverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Regarde si tu vois une place de parking. Είναι σημαντικό να έχεις το νου σου μήπως υπάρχουν επικίνδυνα φίδια στην ύπαιθρο. Έχε το νου σου μήπως δεις καμιά θέση πάρκινγκ. |
εξετάζω προσεκτικά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il faut y regarder de près avant de signer un document. |
βλέπω κτ για να σπάσω πλάκαlocution verbale (TV) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βλέπω τηλεόρασηlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'un de mes passe-temps préférés est de regarder la télé en famille. Ένα από τα αγαπημένα μου χόμπι είναι να βλέπω τηλεόραση με την οικογένειά μου. |
βλέπω τηλεόρασηlocution verbale |
κοιτάω μέσω, κοιτάω διαμέσου,κοιτάω μέσα από(κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Regarde par la fenêtre et dis-moi ce que tu vois. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μπορείς να δεις μεμονωμένα κύτταρα αν κοιτάξεις μέσα από ένα μικροσκόπιο. |
παρατηρώ, επεξεργάζομαι, περιεργάζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si tu regardes dans la cave, tu apercevras l'ours. |
κοιτάζω κπ στα μάτιαverbe transitif (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Regarde-moi dans les yeux et dis-moi que tu n'as pas triché au test. |
αποδοκιμάζω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dans les restaurants chics, on voit d'un mauvais œil les shorts et les baskets. |
κοιτάζω προσεκτικά κτ, εξετάζω προσεκτικά κτ
|
δεν εμμένω στο παρελθόν, δεν κοιτάζω πίσωlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il vaut mieux ne pas regarder en arrière si tu ne veux pas être la proie de la mélancolie et le jouet de la nostalgie. |
ρίχνω μια προσεκτική ματιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Avant d'acheter une voiture d'occasion, je regarde bien le moteur. |
ρίχνω μια αγριεμένη ματιά σε κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Une femme m'a pris ma place de parking alors quand je l'ai vue dans le magasin, je l'ai regardée méchamment (or: je l'ai foudroyée du regard). |
σερφάρω(internet) (καθομ: Ίντερνετ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'enseignant a dit aux élèves qu'Internet était un bon outil de recherche, mais qu'ils devraient rester concentrés et ne pas gaspiller leur temps à surfer. Ο δάσκαλος είπε στην τάξη του ότι το ίντερνετ ήταν καλό για έρευνα, αλλά θα πρέπει να μένουν συγκεντρωμένοι και να μην σπαταλάνε τον χρόνο τους σερφάροντας. |
κοιτάω μοχθηρά, κοιτώ μοχθηρά, κοιτάζω μοχθηρά
|
αγριοκοιτάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pourquoi est-ce que tu me jettes un regard noir ? Γιατί με αγριοκοιτάς; |
αγριοκοιτάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Μη με αγριοκοιτάζεις, δεν κατέστρεψα εγώ το αυτοκίνητό σου. |
κοιτάζω επίμονα
Les amis de Sarah l'ont regardée bouche bée quand elle est arrivée à la soirée en portant un déguisement de vache. |
κοιτάζω επίμονα
Agnes fixait le téléphone du regard, le suppliant de sonner. Η Άγκνες κοίταζε επίμονα το τηλέφωνο, παρακαλώντας να χτυπήσει. |
κοιτάζω έξωverbe intransitif Si tu regardes par la fenêtre, tu verras l'océan. Αν κοιτάξεις έξω απ' το παράθυρο, μπορείς να δεις τον ωκεανό. |
κοιτάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fais face au professeur quand tu lui parles. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μετά από αυτό που έγινε δεν μπορώ να τον αντικρίσω. |
βλέπω μια σειρά για ώρες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περιφρονώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Είναι λάθος να κοιτάς αφ' υψηλού ανθρώπους λιγότερο τυχερούς από εσένα. |
αποδέχομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous devons regarder les faits en face. Πρέπει να αποδεχτούμε τα γεγονότα. |
ρίχνω μια ματιά(προς τα πάνω) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le joueur de foot a regardé en l'air avant de placer le ballon dans la surface de réparation. Ο ποδοσφαιριστής σήκωσε το βλέμμα του πριν περάσει την μπάλα στην περιοχή του πέναλτι. |
χαζεύωlocution verbale (κάτι/καποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La circulation était épouvantable à cause des conducteurs qui regardaient un accident avec des yeux ronds. |
ρίχνω μια ματιά(προς τα κάτω) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Η Σάρα έριξε μια ματιά στο περιεχόμενο του πιάτου της. |
ψάχνω(κάπου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) - Je ne trouve pas mes clés. - Tu as regardé dans tes poches ? «Δεν μπορώ να βρω τα κλειδιά μου.» «Έχεις ψάξει στις τσέπες σου;» |
που βλέπετε μονορούφι(série) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του regarder στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του regarder
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.