Τι σημαίνει το remarquable στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης remarquable στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του remarquable στο Γαλλικά.

Η λέξη remarquable στο Γαλλικά σημαίνει ιδιαίτερος, ξεχωριστός, αξιόλογος, απίστευτος, απίθανος, πολύ καλός, ξεχωριστός, άψογος, άριστος, υπέροχος, καταπληκτικός, θαυμάσιος, σημαντικός, αξιοσημείωτος, αστέρι, αξιοσημείωτος, αξιόλογος, ιδιαίτερος, αξιοσημείωτος, αξιοσημείωτος, σημαντικός, αξιοθαύμαστος, εκπληκτικός, καταπληκτικός, εντυπωσιακός, καθηλωτικός, άψογος, άριστος, που σε προδίδει, εξαιρετικός, αξιοσημείωτος, εντυπωσιακός, εξέχων, μαγικός, υπερφυσικός, εκπληκτικός, καταπληκτικός, έξοχος, εξαίρετος, σπουδαίος, εντυπωσιακός, εντυπωσιακός, άψογος, τέλειος, άριστος, εξαιρετικός, εξέχων, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, ζωντανός, εντυπωσιακά, εξαιρετικά, μη θεαματικός, μη εντυπωσιακός, σπουδαίο έργο, μεγάλο έργο, σημασία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης remarquable

ιδιαίτερος, ξεχωριστός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La table était remarquable du fait que l'un de ses pieds était plus court que les autres, la rendant complètement branlante.
Το τραπέζι ήταν ιδιαίτερο (or: ξεχωριστό) διότι το ένα πόδι του ήταν πιο κοντό από τα άλλα, με αποτέλεσμα να κουνιέται αρκετά.

αξιόλογος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Emma travaille à temps plein en plus d'étudier pour sa maîtrise ; elle est remarquable.
Η Έμμα εργάζεται με πλήρη απασχόληση και ταυτόχρονα μελετά για το μεταπτυχιακό της. Είναι σπουδαία (or: ξεχωριστή).

απίστευτος, απίθανος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cette vue est remarquable (or: incroyable) ; on peut voir à des kilomètres.
Η θέα είναι απίστευτη (or: απίθανη). Μπορείς να δεις μίλια μακριά.

πολύ καλός

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ξεχωριστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άψογος, άριστος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπέροχος, καταπληκτικός, θαυμάσιος

adjectif (θαυμαστός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tu as fait un discours remarquable.
Φοβερός (or: Τέλειος) ο λόγος που έβγαλες.

σημαντικός, αξιοσημείωτος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est un exploit remarquable dans l'histoire de notre nation.

αστέρι

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αξιοσημείωτος, αξιόλογος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ta thèse est notable principalement à cause de son manque total de références.

ιδιαίτερος, αξιοσημείωτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αξιοσημείωτος, σημαντικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sarah devait rédiger un texte sur un évènement marquant arrivé en Chine à la fin du 19e siècle.
Η Σάρα έπρεπε να γράψει μια εργασία για ένα αξιοσημείωτο (or: σημαντικό) γεγονός που συνέβη στην Κίνα τη δεκαετία του 1850.

αξιοθαύμαστος

adjectif (admiration)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sa retenue durant l'interrogatoire a été admirable (or: remarquable).

εκπληκτικός, καταπληκτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εντυπωσιακός, καθηλωτικός

(prestation, interprétation)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άψογος, άριστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που σε προδίδει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je sais que tu essaies de te faufiler par la porte, mais vue ta gestuelle, c'est trop voyant !
Ξέρω ότι προσπαθείς να το σκάσεις από την πόρτα, σε πρόδωσε ο τρόπος που κινείσαι!

εξαιρετικός, αξιοσημείωτος, εντυπωσιακός

adjectif (καλό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'athlète a fait un saut remarquable.
Ο αθλητής έκανε ένα εξαιρετικό (or: εντυπωσιακό) άλμα.

εξέχων

adjectif (λόγιος)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Cette femme est une figure importante du domaine des affaires.
Εκείνη η γυναίκα είναι μια εξέχουσα προσωπικότητα στον επιχειρηματικό κόσμο.

μαγικός, υπερφυσικός

adjectif (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le talent de Sonia pour jouer du piano est extraordinaire (or: remarquable).
Η ικανότητα της Σόνιας να παίζει πιάνο είναι αφύσικη.

εκπληκτικός, καταπληκτικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έξοχος, εξαίρετος, σπουδαίος, εντυπωσιακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εντυπωσιακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La beauté frappante (or: saisissante) d'Adele faisait craquer les hommes.
Η εντυπωσιακή ομορφιά της Αντέλ έκανε όλους τους άντρες να πέφτουν στα πόδια της.

άψογος, τέλειος, άριστος, εξαιρετικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La prestation du gymnaste était incroyable.
Η παράσταση του γυμναστή ήταν έξοχη.

εξέχων

(personne)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
C'est un membre éminent (or: remarquable) de la communauté, connu pour ses nombreuses bonnes actions.

ιδιαίτερος, ξεχωριστός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John était un être remarquable.

ζωντανός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εντυπωσιακά, εξαιρετικά

(digne d'être remarqué) (για κάτι θετικό)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Chéri, tu es remarquablement belle aujourd'hui.

μη θεαματικός, μη εντυπωσιακός

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σπουδαίο έργο, μεγάλο έργο

nom féminin

Gatsby le magnifique est l'une des œuvres remarquables de la littérature américaine.

σημασία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του remarquable στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του remarquable

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.