Τι σημαίνει το render στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης render στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του render στο πορτογαλικά.

Η λέξη render στο πορτογαλικά σημαίνει αποδίδω, αποφέρω, αποδίδω, παραδίδω, παραδίνω, αλλάζω, βγάζω, έχω απόδοση, παραδίνομαι, υποχωρώ, παραδίδομαι, παραδίνομαι, υποκύπτω σε κτ, εγκαταλείπω, παραδίνομαι, παραδίνομαι σε κτ, ενδίδω σε κτ, ολοκληρώνω, αποτίω φόρο τιμής, καταθέτω, παραδίδω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης render

αποδίδω, αποφέρω

verbo transitivo (finanças)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O investimento rendeu um forte retorno.

αποδίδω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O ação rendeu seis por cento no ano passado.

παραδίδω, παραδίνω

verbo transitivo (armas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Entregue suas armas!

αλλάζω

verbo transitivo (aliviar) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O novo grupo vai substituir os outros trabalhadores.
Το καινούριο συνεργείο θα αλλάξει τους άλλους εργάτες.

βγάζω

(renda) (το άτομο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω απόδοση

verbo transitivo (finanças)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
É um investimento que lucra pelo menos 7%.

παραδίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu me rendo, tu venceste.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ενέδωσε στο πάθος της χαρτοπαιξίας και κατέστρεψε τη ζωή της οικογένειάς του.

υποχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παραδίδομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu me rendo; é muito difícil.
Παραδίνομαι· είναι υπερβολικά δύσκολο.

παραδίνομαι

verbo pronominal/reflexivo (militar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As tropas se renderam assim que foram cercadas.
Τα στρατεύματα παραδόθηκαν, όταν είχαν περικυκλωθεί.

υποκύπτω σε κτ

verbo pronominal/reflexivo

O diretor rendeu-se às vontades dos pais e retirou sua nova política.
Ο διευθυντής υπέκυψε στην επιθυμία των γονιών και απέσυρε το καινούριο πρόγραμμα.

εγκαταλείπω, παραδίνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Desisto, você é muito melhor que eu nesse jogo!
Εγκαταλείπω (or: παραδίνομαι). Είσαι πολύ καλύτερος από μένα σ' αυτό το παιχνίδι.

παραδίνομαι σε κτ

(συναίσθημα)

As crianças queriam ficar acordadas até meia-noite, mas, um por um, acabaram rendendo-se e dormiram.
Τα παιδιά ήθελαν να μείνουν ξύπνια μέχρι τα μεσάνυχτα, αλλά το ένα μετά το άλλο, υπέκυψαν.

ενδίδω σε κτ

(figurado)

Ela se rendeu à alegria da música.

ολοκληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποτίω φόρο τιμής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταθέτω, παραδίδω

(armas) (για τα όπλα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O Presidente pleiteou junto aos terroristas para deitarem as armas.
Ο πρόεδρος ικέτεψε τους τρομοκράτες να παραδώσουν τα όπλα τους.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του render στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.