Τι σημαίνει το repetir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης repetir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του repetir στο πορτογαλικά.

Η λέξη repetir στο πορτογαλικά σημαίνει επαναλαμβάνω, επαναλαμβάνω, διαδίδω, μεταφέρω, επαναλαμβάνω, επαναλαμβάνομαι, δείχνω κτ σε επανάληψη, προβάλλω κτ σε επανάληψη, επαναλαμβάνομαι, επαναλαμβάνομαι, ξανασυμβαίνω, επαναλαμβάνω, ξαναδείχνω, επαναλαμβάνω, αναδιπλασιάζω, επαναλαμβάνω, ξαναλέω, επαναλαμβάνομαι, επαναλαμβάνομαι, ξαναπαίζω, πλασάρω, παπαγαλίζω, μεταφέρω κτ σε κπ, ριπλέι, επαναλαμβάνω, επαναβεβαιώνω, επαναλαμβάνω, ξαναμελετώ, ξαναδιαβάζω, ξαναλέω κτ σε κπ, δεύτερος γύρος, λέω, επαναλαμβάνομαι, Πως είπατε;, εντολή επανάληψης, λέω κτ νεράκι, επαναλαμβάνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης repetir

επαναλαμβάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alison pediu para o professor repetir as instruções, pois ela não as havia entendido.
Η Άλισον ζήτησε από τη δασκάλα να ξαναπεί τις οδηγίες, καθώς δεν τις είχε καταλάβει.

επαναλαμβάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A professora pediu que a classe repetisse a frase exatamente como ela a dissera.
Η δασκάλα ζήτησε από τους μαθητές να επαναλάβουν την πρόταση ακριβώς όπως την είπε.

διαδίδω, μεταφέρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor não repita o que estou prestes a lhe contar; é segredo.
Σε παρακαλώ μη διαδόσεις αυτό που θα σου πω, είναι μυστικό.

επαναλαμβάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
William repetiu os passos de dança inúmeras vezes até aprendê-los perfeitamente.
Ο Γουίλιαμ επανέλαβε τα βήματα της χορογραφίας ξανά και ξανά, μέχρι που τα έμαθε τέλεια.

επαναλαμβάνομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δείχνω κτ σε επανάληψη, προβάλλω κτ σε επανάληψη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επαναλαμβάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επαναλαμβάνομαι, ξανασυμβαίνω

(acontecer de novo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η ευθυγράμμιση των πλανητών δεν θα επαναληφθεί (or: ξανασυμβεί) για τα επόμενα 20 χρόνια.

επαναλαμβάνω

verbo transitivo (ação)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Άλλα εργαστήρια δεν μπόρεσαν να επαναλάβουν τα αποτελέσματα του πειράματος.

ξαναδείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επαναλαμβάνω

verbo transitivo (repetir interpretação musical) (μουσική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναδιπλασιάζω

verbo transitivo (επαναλαμβάνω φθόγγο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επαναλαμβάνω

verbo transitivo (αγώνα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαναλέω

verbo transitivo (σε κάποιον ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quantas vezes tenho de repetir que fumar vai te matar?

επαναλαμβάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επαναλαμβάνομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξαναπαίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πλασάρω

verbo transitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παπαγαλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Μπεν παπαγάλιζε όλα όσα έλεγε ο Νταν.

μεταφέρω κτ σε κπ

O líder do time retransmitiu a mensagem do chefe à equipe.
Ο αρχηγός της ομάδας μετέφερε το μήνυμα του αφεντικού στο προσωπικό.

ριπλέι

(botão)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

επαναλαμβάνω, επαναβεβαιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επαναλαμβάνω

verbo transitivo (ότι/πώς ή κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Επιθυμώ να επαναλάβω ότι έχω ενστάσεις για αυτό το ραντεβού.

ξαναμελετώ, ξαναδιαβάζω

verbo transitivo (curso acadêmico)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαναλέω κτ σε κπ

verbo transitivo (tornar a informar) (καθομιλουμένη)

δεύτερος γύρος

Há mais lasanha. Alguém aceitaria um segundo prato?
Έχει κι άλλα λαζάνια. Θέλει κανείς δεύτερο γύρο;

λέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jimmy sabe recitar o alfabeto.

επαναλαμβάνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Πως είπατε;

interjeição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εντολή επανάληψης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λέω κτ νεράκι

(recitar algo rapidamente) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επαναλαμβάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του repetir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.